Бесплатно

Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος

Текст
Автор:
iOSAndroidWindows Phone
Куда отправить ссылку на приложение?
Не закрывайте это окно, пока не введёте код в мобильном устройстве
ПовторитьСсылка отправлена

По требованию правообладателя эта книга недоступна для скачивания в виде файла.

Однако вы можете читать её в наших мобильных приложениях (даже без подключения к сети интернет) и онлайн на сайте ЛитРес.

Отметить прочитанной
Шрифт:Меньше АаБольше Аа

Ζ'

Πού και πώς ανεκάλυψεν η δυάς των θεών την περιπλανωμένην Ψυχήν, περιττόν είνε βεβαίως να διηγηθώ· περιττόν δ' επίσης να εξηγήσω, πώς εις την τολμηράν των φαντασίαν ανεφύη αίφνης και ωρίμασε το θρασύ σχέδιον, όπερ και αμέσως εξετέλεσαν. Αρκεί μόνον να μάθη ο αναγνώστης, ότι, ενώ εις την μεγάλην αίθουσαν του Διός εχόρευον οι Ολύμπιοι φαιδροί και ανειμένοι, μακράν παντός βεβήλου όμματος θνητών, εισέρχεται αίφνης διά της μεγάλης πύλης ο Έρως, κρατών εις τον βραχίονά του την ερωμένην του, αστράπτουσαν εκ κάλλους υπό την νυμφικήν της στολήν.

Ευκόλως εννοείται η γενική κατάπληξις των θεών και ο θόρυβος όστις διετάραξε την διασκέδασίν των. Ο Ζευς συνέσπασε τας οφρύς και έσεισε την κυανήν του χαίτην, η Ήρα έρριψε καχύποπτον βλέμμα επί της Ψυχής και έδραξε μίαν άκραν της χλαμύδος του Διός, η Αθηνά επορφυρώθη εξ αιδούς, ο Άρης έστρηψε τον μύστακά του, ο Απόλλων έφερεν εις τον δεξιόν οφθαλμόν την κρεμαμένην διόπτραν του, η δε Αφροδίτη, βαλούσα κραυγήν αγανακτήσεως, ελιποθύμησεν, αφού εβεβαιώθη πρότερον ότι έμελλε να πέση εις τας αγκάλας του όπισθεν αυτής ισταμένου Απόλλωνος.

Ο Έρως όμως, απαθής και ατρόμητος, ωθούμενος δε κάπως και υπό του παρακολουθούντος Ερμού, και ουδόλως υπό της επελθούσης συγχύσεως θορυβηθείς, εβάδισε με ευσταθές το βήμα προς τον Δία, και γονυπετήσας προ αυτού μετά της Ψυχής, – ως γονυπετούσι σήμερον επί θεάτρου προ των ωργισμένων πατέρων οι θέλοντες να εξιλεώσωσιν αυτούς ερασταί, – ελάλησε τα εξής, άτινα, είχεν ήδη καθ' οδόν προετοιμάσει.

Ζευ πάτερ! είπε· συγχώρησόν με, ότι έλαβον το θάρρος να ταράξω την εορτήν σου απρόσκλητος και απροσδόκητος, και να παραβώ την ολύμπιον εθιμοτυπίαν, εισάγων θνητήν εις δώματα αθανάτων. Αλλά καταδιωκόμενος και ραδιουργούμενος άνευ αιτίας, πού αλλού ηδυνάμην να εύρω καταφύγιον και προστασίαν, ή εις τους υψηλούς πόδας του θρόνου σου; και πότε άλλοτε θα είχα ευκαιρίαν να επικαλεσθώ την θείαν σου ευμένειαν, αφού διετέλουν φυλακισμένος και φρουρούμενος, επί τη προφάσει δήθεν ότι ήμην ασθενής, και μόλις προ ολίγων ωρών, χάρις εις την αφιλοκερδή αγαθότητα του καλού μου φίλου Ερμού, κατώρθωσα να απαλλαγώ και να ανακτήσω την ελευθερίαν μου ; Ναι, πάτερ! ήμην φυλακισμένος, και φυλακισμένος υπό της μητρός μου. Διατί; διότι ηράσθην θνητής αξίας θεών κατά το κάλλος. Και είνε τούτο έγκλημα, ύπατε Ζευ; Αλλά η μήτηρ μου αυτή, της οποίας τόσον πολύ, ως φαίνεται, προσέβαλε την θείαν αιδώ η πράξις μου, θεόν άρα μόνον – διά να μη είπω θεούς – ως τώρα ηγάπησε ; Θεός ήτον ο Αγχίσης ; Θεός ο Άδωνις ; Θεός ο Φάων; Συ αυτός, πάτερ θειότατε, εις του οποίου το ύψος δεν δύναται όχι να φθάση αλλά μηδέ ν' ατενίση καν η καταλαλιά, δεν ετίμησες διά του θείου σου έρωτος την Σεμέλην, την Αλκμήνην, την Ιώ, την . . .

– Περιτταί αι φωναί και τα κύρια ονόματα! διέκοψε σοβαρώς ο Ζευς.

– Έπειτα, εξηκολούθησεν ο Έρως, έτι μάλλον εξαπτόμενος, αφού έβλεπεν ότι η έξαψις του δεν τον εζημίονε, έπειτα η κυρία μήτηρ μου, ήτις τόσον πολύ φροντίζει περί της θείας αξιοπρεπείας και της ουρανίας ηθικής, έπρεπεν αυτή πρώτη να δίδη το καλόν παράδειγμα, και να μη τρέφη την γλωσσαλγίαν των επί γης γυναικών διά των σκανδάλων . . .

– Περιττά τα σκάνδαλα! διέκοψε και πάλιν ο Ζευς. Τι θέλεις ; λέγε σύντομα, και άφησε τας παρεκβάσεις.

– Θέλω να μείνω ανενόχλητος απήντησεν ο Έρως. Θέλω να αγαπώ την Ψυχήν μου χωρίς η σεμνή μου μήτηρ να πειράζεται, και να αγανακτή και να με καταδιώκη. Θέλω να ήμαι κύριος της καρδίας μου, ως είνε αυτή κυρία της καρδίας της, και . . .

– Αρκεί, αρκεί! παρενέβη και πάλιν φρονίμως ο Ζευς. Την αγαπάς λοιπόν με τα σωστά σου την θνητήν αυτήν ;

– Αν την αγαπώ! . .

– Την νυμφεύεσαι;

– Την ενυμφεύθην ήδη, πάτερ! απήντησεν ο Έρως, κάτω νεύων τους οφθαλμούς.

– Έστε λοιπόν ανήρ και γυνή! είπεν ο πατριάρχης των Θεών και τους ηυλόγησε.

Ούτως εκυρώθη η συζυγία της Ψυχής και του Έρωτος, και έγεινεν η Ψυχή αθάνατος.

ΛΑΥΡΙΑΚΗΣ ΜΕΤΟΧΗΣ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ2

Ι

Κυοφορηθείσα εν τη κεφαλή φιλοπάτριδος ομογενούς, ετέχθην εν εσπέρας επί των πιεστηρίων της Ελληνικής Ανεξαρτησίας, και κάθυγρος έτι, αποδίδουσα την ευάρεστον εκείνην οσμήν της τυπογραφικής μελάνης, την οποίαν με διεσταλμένους τους ρώθωνας αναπνέουσι συνήθως οι σοφοί, μετεκομίσθην μετά των αδελφών μου εις μεγάλην τινά και σκοτεινήν αίθουσαν, όπου εστιβάχθημεν όλαι επί πολλών τραπεζίων, αναμένουσαι εν παντελεί ασφυξία το φως της ημέρας.

ΙΙ

Την επομένην πρωίαν θόρυβος ηκούσθη μέγας και ταραχή έξωθεν του δωματίου.

Πάταγος ανθρώπων συνωθουμένων, βήματα βαρέα, υφ' ων την ορμητικήν πίεσιν έτριζε το γηραιόν πάτωμα της αιθούσης, φωναί ανάμικτοι και εξηγριωμέναι, γογγυσμοί και παράπονα των πσραγκωνιζομένων, κραυγαί θυμώδεις, μεμφόμεναι, ως ηκούομεν, το διοικητικόν συμβούλιον επί αδίκω διανομή, συναπετέλουν παταγώδη και καταχθόνιον αρμονίαν, ήτις ηδύνατο ίσως να τρομάξη όντα τρυφερά και αρτιγενή, οποία ήμεθα ημείς αι ταλαίπωροι μετοχαί, αν τουναντίον δεν εκολάκευε την φιλοτιμίαν ημών. Μή τοι δεν εγίνετο χάριν ημών ο πάταγος όλος εκείνος; Ερύθημα χαράς και συγκινήσεως επορφύρωσε τας παρειάς μου, όμοιον προς το ερωτότροπον εκείνο ερύθημα, το βάπτον τας παρειάς δειλής κορασίδος, ήτις βλέπει συνωθουμένους περί εαυτήν σμήνος όλον χορευτών, και αγνοεί έτι τις πρώτος θέλει παρασύρει αυτήν εις τον μεθυστικόν στρόβιλον του χορού.

Τέλος πάντων η θύρα ηνοίχθη, το πλήθος εισέρρευσε, και αι στιβάδες ημών ήρχισαν ελαττούμεναι.

Δεν δύναμαι να περιγράψω την σκηνήν εκείνην της διανομής, διότι μόλις διατηρώ αυτήν εις την μνήμην μου. Μετά τρόμου όμως και φρίκης ενθυμούμαι ακόμη, ότι και η ύπαρξις ημών αυτή εκινδύνευσε πολλάκις, εν μέσω των πανταχόθεν προτεινομένων άπληστων χειρών, αίτινες διημφισβήτουν την κατοχήν εκάστης εξ ημών. Το κατ' εμέ, ταχέως έπαυσεν η αγωνία μου, διότι είχα το ευτύχημα να εγχειρισθώ μετ' άλλων τετρακοσίων ενενήκοντα εννέα αδελφών μου εις σοβαρόν τινα και μεγαλόσχημον Κύριον, όστις, εισελθών εις το δωμάτιον διά μικράς τινος πλαγίας θύρας, επλησίασεν εις τον διανομέα ταμίαν και τω είπεν ολίγας λέξεις εις το ους.

Ούτω, χαίρουσα καν ότι δεν εγκατέλειπον εντελώς τας αδελφάς μου, αφήκα την κοιτίδα της βρεφικής μου ηλικίας, και μετέβην εις τους κόλπους του κυρίου εκείνου, όστις υπόπτερος και χαίρων εξήλθεν εις την οδόν. Εννοείται ότι ανέπνευσα κάπως ελευθερώτερον ή υπό την φοβεράν εκείνην στιβάδα, υφ' ην διετέλεσα ολόκληρον νύκτα. Είδα ολίγον, διά μιας μου γωνίας, ήτις προείχε του θυλακίου του νέου μου κατόχου, το φως του ηλίου, και θα ήκουα ίσως και το άσμα των πτηνών, άτινα εφλυάρουν εις τας λεύκας της οδού, αν δεν με ετάραττον οι βίαιοι παλμοί της καρδίας του κτήτορός μου.

Μετ' ολίγον εφθάσαμεν εις την οικίαν, και ο φέρων με κατέπεσεν ασθμαίνων επί του ανακλίντρου, μόλις κατορθώσας να απαντήση: «Πεντακοσίας!» εις την ερώτησιν της συζύγου του:

– «Πόσας;»

– Τόσας μόνον; ηρώτησε και πάλιν δι' οξείας και πεισματώδους φωνής η κυρία, εύσωμος δέσποινα, ομοιάζουσα με αυγόν κινούμενον.

– Αι, αγάπη μου, απήντησεν ο σύζυγος με φωνήν μόλις αρθρουμένην εις φθόγγους· έπρεπε να ήσουν εκεί, να ιδής τι κακόν γίνεται! μόνον πώς δεν δέρνονται οι άνθρωποι.

– Καλέ τι με λες; θα υψωθούν λοιπόν γρήγορα;

– Εννοείται. Τριάντα φράγκα υπερτίμησιν μου προσέφεραν ήδη, μόλις εβγήκα από την Τράπεζαν.

– Τι καλά! Φαντάσου αν είχαμεν χιλίας!

– Και αν είχαμεν δύο χιλιάδας, υπέλαβεν ηλιθίως μειδιών ο κύριός μου, ακόμη καλλίτερα.

Δυστυχώς ο διάλογος εκείνος, όστις αντήχει ως ωραία μουσική εις τα ώτα μου, διεκόπη ταχέως, και είδα χαίνουσαν μετ' ολίγον ενώπιόν μου την θύραν νέας φυλακής, του σιδηρού κιβωτίου του κτήτορός μου. Τρόμου φρικίασις διέτρεχεν ήδη τα χάρτινα μέλη μου, ότε είδα αίφνης την χονδρήν σύζυγον του κυρίου μου θωπεύουσαν την αξύριστον αυτού παρειάν, και την ήκουσα λέγουσαν διά της γλυκεράς εκείνης φωνής, της οποίας αι γυναίκες είνε κάτοχοι πτυχιούχοι, ως ήθελεν είπει η Κυρία Jacob:

– Γιάγκο, . . . δεν θα μου δώσης κ' εμένα μερικάς απ' αυτάς τας μετοχάς;

– Τι θα ταις κάμης, ψυχή μου;

– Τας θέλω . . . προσέθηκε θωπευτικώς κλαυθμηρίζον το κινούμενον αυγόν, τας θέλω, να δοκιμάσω κ' εγώ την τύχην μου.

– Περίεργος όρεξις!

– Σε παρακαλώ . .. .

– Πάρε λοιπόν. Πόσας θέλεις;

– Δος μου πενήντα .

– Ιδού.

Και από του κόλπου του πρώτου μου κτήτορος μετέβην εις τας τρυφεράς και ολοστρογγύλους χείρας της παχείας αυτού συζύγου.

Αι ταλαίπωροι αδελφαί μου ετάφησαν εις το σκότος του σιδηρού κιβωτίου, και ουδέν πλέον ήκουσα περί αυτών. Ίσως συνηντήθημεν εις το στάδιον του πολυταράχου ημών βίου, χωρίς να γνωρισθώμεν, ίσως παρήλθομεν εγγύς αλλήλων, χωρίς να το αισθανθώμεν καν.

ΙΙΙ

Μετά τινας στιγμάς εκείμην επί κομψής κομμωτηρίου τραπέζης, θωπευομένη υπό του ιλαρού βλέματος της νέας μου κυρίας.

Ο περί εμέ κόσμος ήτο πάντη νέος· πολύ ευωδέστερος του τυπογραφικού πιεστηρίου, όθεν είχον εξέλθει, πολύ καθαρώτερος των κονιοσκεπών τραπεζών εφ' ων είχον κατακλιθή βρέφος έτι, και πολύ κομψότερος και φωτεινότερος του σκοτεινού άντρου του σιδηρού κιβωτίου, όπερ ολίγον δειν εφυλάκιζε την παιδικήν μου ηλικίαν. Μέγα κάτοπτρον άνωθέν μου κρεμάμενον εδιπλασίαζε τα κομψά αντικείμενα, άτινα με περιεστοίχιζον, και ηύξανεν έτι το άπλετον φως, όπερ επλημμύριζε την περικαλλή και ευώδη αίθουσαν. Τι ωραία διαμονή είνε κομμωτήριον κομψής και νεαράς, έστω και παχείας, γυναικός! Αι παιδικαί μου αισθήσεις, ει και ατελώς έτι ανεπτυγμέναι, διετέλουν υπό ναρκωτικήν τινα μέθην, και δεν ήξευρα – μα τα πεντήκοντα φράγκα, άτινα ήσαν τυπωμένα επί του μετώπου μου – πού πρώτον να στρέψω την προσοχήν μου. Μικρά και κομψότατα αθύρματα, ων την χρήσιν ουδέ καν εμάντευον, έστιλβον εκ καθαριότητος κύκλω μου, φιαλίδια εκ κρυστάλλου, τα μεν κλεισμένα τα δε ημιάνοικτα, απέπνεον αρώματα ηδυπαθή και δροσώδη, πυξίδες δε πολύσχημοι και παντοδαπαί περιείχον κόνεις και φυράματα ποικίλου χρώματος, ων μάτην προσεπάθουν να εννοήσω τον σκοπόν. Ψήκτραι δε και κτένια και ψαλίδια και τριχολαβίδες παρετάσσοντο ένθεν και ένθεν ως εύτακτος στρατιά επί της λευκής ως νεοστιβής χιών καλύπτρας του τραπεζίου.

 

Προς τι ταύτα πάντα; Το εννόησα μετ' ολίγας στιγμάς, ότε ανοιγείσης δειλώς της θύρας του κομμωτηρίου, εισήλθεν ελαφρά και χαρίεσσα κορασίς, απλούστατα μεν αλλά κομψότατα ενδυμένη, λευκόν φέρουσα περίζωμα περί την λιγυράν αυτής οσφύν και λευκόν σκούφωμα επί των μελανών αυτής βοστρύχων.

– Θα ενδυθήτε, κυρία; ηρώτησε μετ' επιχαρίτου μειδιάματος, όπερ εφαίνετο μόλις τολμών να διαστείλη τα χείλη της τα πορφυρά.

– Ας ήνε· ας ενδυθώ! απήντησε νωχελής και αφηρημένη η νέα μου κάτοχος, το μεν βαρυνομένη να υποβάλη τα εύσαρκά της μέλη εις την κοσμητικήν τέχνην της νεαράς αυτής θαλαμηπόλου, το δε μόλις κατορθούσα να αποσπάση το βλέμμα από των τεσσαράκοντα εννέα αδελφών μου και εμού, ήτις, υπερκειμένη εκείνων, εφείλκυον ιδίως τα κερδοσκοπικά της βλέμματα.

Και το αυγόν κινηθέν εκάθισε προ του κατόπτρου και παρεδόθη εις τας δεξιάς χείρας της κομμωτρίας αυτού.

Ας μη προσμένωσιν οι αναγνώσται μου να διηγηθώ εν λεπτομερεία τα απόκρυφα του καλλωπισμού των αναγνωστριών μου.

Εννοώ κάλλιστα, εκ της ευχαριστήσεως ην το θέαμα εκείνο επροξένησεν εις την χαρτίνην μου ύπαρξιν, οποία ήθελεν είναι και των αναγνωστών μου η ευχαρίστησις εκ λεπτομερούς αυτού περιγραφής. Η σκέψις όμως, ότι υπήρξα απαρατήρητος και κλόπιος ούτως ειπείν, βωβός δε και άφωνος νομιζόμενος μάρτυς της περιέργου εκείνης σκηνής, θέτει φυλακήν τω στόματί μου και θύραν περιοχής περί τα χείλη μου.

Έν μόνον δύναμαι ειλικρινώς να εξομολογηθώ εις τους περιεργοτέρους, ότι παράδοξον ησθάνθην έκπληξιν, ιδούσα αίφνης μεταμορφουμένην την μεν θαλαμηπόλον εις ζωγράφον, την δε κυρίαν μου εις εικόνα.

Μη με ερωτήσετε λεπτομερείας. Δεν τας λέγω, διότι εντρέπομαι.

Κατεπλάγην όμως τη αλήθεια, μη αναγνωρίσασα πλέον το αυγόν μου, ότε περικαλλές και δροσώδες, μύρα δε αποπνέον και αρώματα, ακτινοβολούν και περίκοσμον εξήλθε των αριστοτεχνικών χειρών της υπηρετρίας.

Πλην, τι να σας ειπώ; και τότε ακόμη επροτίμων την υπηρέτριαν της κυρίας. Ίσως δε δεν είμαι μόνη η ούτω φρονούσα. Τι λέγουσιν οι αναγνώσται μου, και ιδίως εκείνοι, οίτινες λησμονούμενοι πολλάκις εις τας οδούς, παρακολουθούσι, χωρίς να το εννοώσι βέβαια κομψήν τινα θεραπαινίδα ;

Η κορασίς ητοιμάζετο να εξέλθη, ότε το εταστικόν αυτής και πονηρόν βλέμμα έπεσεν επ' εμέ. Εγνώριζε φαίνεται και αυτή τα κατά την γέννησίν μου και τον παρακολουθήσαντα αυτήν πάταγον, διότι άφωνος και συνεσταλμένη έμεινε θεωρούσα με εφ' ικανά δευτερόλεπτα, και το προς την θύραν τρεπόμενον ελαφρόν και υπόπτερον αυτής βήμα ανεστάλη αποτόμως.

– Τι κυττάζεις, Μαρία; ηρώτησεν αυτήν αυτάρεσκον μειδιώσα η κυρία της.

– Αχ! πόσαι μετοχαί! εψιθύρισε περιπόρφυρος εξ ηδονής η θαλαμηπόλος. Να είχα κ' εγώ μίαν η καϋμένη!

– Τι θα την κάμης συ την μετοχήν ; . . και μίαν μάλιστα ;

– Αι! κυρία, . . μία μετοχή είνε κάτι τι για μας τους μικρούς ανθρώπους.

Το χαρίεν εκείνο πλάσμα ωνόμαζεν εαυτήν μικρόν άνθρωπον!

– Με μίαν μετοχήν, επανέλαβε, κάμνω την προίκα μου.

Η κυρία διερράγη εις παταγώδη γέλωτα, και λαβούσα με άκρα χειρί, – Ιδού, λοιπόν, είπε· πάρε την, και καλήν τύχην.

Ευχαριστώ, κυρία! κατώρθωσε μόλις να αρθρώση εκ συγκινήσεως και ηδονής η μικρά Μαρία, και εξήλθε δι' ασταθούς αλλά γοργού βήματος της αιθούσης.

IV

Ιδού εγώ και πάλιν μεταλλάξασα κάτοχον.

Ελυπήθην μεν επί τινας στιγμάς την ευώδη ατμοσφαίραν του περικαλλούς κομμωτηρίου, όπερ κατέλιπον, αλλά ταχέως με απεζημίωσαν τρία αλλεπάλληλα φιλήματα, άτινα μετά πυρετώδους παραφοράς απέθηκεν επί των παρειών μου η χαρίεσσα κορασίς.

Αναδραμούσα ταχεία τας βαθμίδας αποτόμου κλίμακος, εκλείσθη εις το υπό την στέγην της οικίας μικρόν αυτής δωμάτιον, και αφού επί πολλήν ώραν με εθεώρησε μετ' ερωτικής εκστάσεως, τις οίδε ποία περί του μέλλοντος αυτής αναπλάττουσα όνειρα η ταλαίπωρος κόρη, ήνοιξεν επίμηκες πράσινον κιβώτιον και ητοιμάσθη να με κλείση εντός αυτού.

Έβλεπον ήδη μετά περιέργου βλέμματος τα επί της εσωτερικής επιφανείας του καλύμματος του κιβωτίου προσκεκολλημένα ποικιλόχρωμα χαρτιά, παντοειδή φέροντα ζωγραφήματα και παραδόξους παραστάσεις, απεσπασμένα δε, τα μεν εκ περιοδικών συγγραμμάτων, τα δε εξ υφασμάτων και άλλοθεν τις οίδε πόθεν, και χρησιμεύοντα αντί εικονογραφικού μουσείου εις την φιλόκαλον θαλαμηπόλον, ότε ηνοίχθη ησύχως η θύρα του δωματίου, και υψηλός μυστακοφόρος δεκανεύς εισήλθε κατακτητικώς εις αυτό.

– Αχ! πώς μ' ετρόμαξες, καϋμένε! ανέκραξεν η Μαρία, και ήτο περίτρομος αληθώς, ουχί όμως τοσούτον διά την απροσδόκητον επίσκεψιν, όσον διότι κατελαμβάνετο αίφνης εν κατοχή του πολυτίμου ατόμου μου.

– Πώς μ' ετρόμαξες! επανέλαβε, και σπεύσασα έκλεισε μεθ' ορμής το κιβώτιον, πρόφθασα όμως ήδη να με ρίψη εντός αυτού.

– Σ' ετρόμαξα; α, α! ανεφώνησεν ο μυστακίας, και διατί, παρακαλώ, ετρόμαξε το Μαριγάκι μας;

Αι! . . 'ξεύρω κ εγώ, υπετραύλισεν η ανυπόκριτος κόρη, μήτε την αλήθειαν του τρόμου αυτής κατορθούσα να κρύψη, μήτε την πορφυραν των παρειών της να μετριάση.

– Δεν ηξεύρεις; επανέλαβεν ο εισβαλών κατακτητής· και εις εκείνην λοιπόν την κασέλλαν τι ερρίψαμεν, παρακαλώ;

– Τίποτε, . . τίποτε, . . ένα γράμμα.

– Γράμμα; Τι; έχομεν και αλληλογραφίαν τώρα;

– Είνε από την εδελφήν μου, καϋμένε, από την Σύρα, εψιθύρισεν η Μαρία, προσπαθούσα, αλλ' αργά πλέον, να διορθώση το κινδυνώδες ψεύδος, δι' ου είχεν αποπειραθή να κρύψη την επικινδυνωδεστέραν αλήθειαν.

– Από την αδελφήν σου; Για να ιδώ!

Και ο δεκανεύς, πλησιάσας διά βαρέος του βήματος εις το κιβωτίον, έθηκε την χείρα επ' αυτό και ητοιμάζετο να το ανοίξη, ότε ευκίνητος και ταχεία η κομψή θαλαμηπόλος ώρμησεν επίσης προς το κιβώτιον, και την ήκουσα καθημένην επ' αυτού.

– Μαρία, . . με γελάς! και μα τον Θεόν . .,

– Μα, καϋμένε Δημήτρη, δεν με πιστεύεις, το λοιπόν;

– Όχι, Κυρία! είπε μετ' αξιοπρεπείας ο εν στολή Άρης, και αναστάς μετά επικής ηρεμίας έστρηψε τον μύστακα αυτού, και ητοιμάσθη να εξέλθη.

– Τι; φεύγεις ; ηδυνήθη μόλις να ψελλίση η εγκαταλειπομένη νέα εκείνη Καλυψώ, και διά μικράς τινος οπής του κιβωτίου είδον την πορφύραν των παρειών αυτής σβεννυμένην υπό νέφος ωχρόν.

Αλλ' Ο Δημήτρης εβάδιζε προς την θύραν, ως το μάτην εκλιπαρούμενον υπό του Οδυσσέως φάσμα του Αίαντος.

– Στάσου, το λοιπόν, στάσου! . . . επεφώνησε τέλος η Μαρία, και ανοίξασα το κιβώτιον με έλαβε πάλιν εις χείρας της.

Ο δεκανεύς είχεν ήδη σταθή, και επεστράφη προς τον κρότον του ανοιγομένου κιβωτίου.

– Νά τι είνε όλον το μυστικόν! προσέθηκεν η κόρη, και με έδειξεν εις τον τρυφερόν της καρδίας της τύραννον.

– Ω! ω! . . ανέκραξεν εκείνος, έχομεν και μετοχάς, βλέπω, Μαριγάκι; και η φωνή αυτού ήτο μελωδίας αυλού μελωδικωτέρα, και μειδίαμα γόητος διέστελλε τα μυστακοφόρα του χείλη.

Μου την εχάρισε σήμερα η κυρία.

– Και συ . . θα την χαρίσης βέβαια εις τον Δημητράκη σου.

Ω! ανεφώνησεν η ταλαίπωρος θαλαμηπόλος, και το επιφώνημά της εκείνο, όπερ εξέφραζε κόσμον ολόκληρον αισθημάτων, διέτρεξεν εν μια στιγμή όλην την κατιούσαν φωνητικήν κλίμακα.

– Τι θα ειπή, ω! αφού θα σε πάρω, αφού όσα έχω είνε δικά σου, και όσα έχεις είνε δικά μου;

– Ναι, αλλά . . . .

– Έλα τόρα . . . ανοησίαις! Μ' αυτήν την μετοχήν ημπορούμεν να κάμωμεν παράδες, το ξεύρεις;

Ο διάλογος εξηκολούθησεν έτι επί το τρυφερώτερον, και σφραγισθείς τέλος διά τινων θωπειών και φιλημάτων, αποτέλεσμα έσχε την εις χείρας του δεκανέως Δημήτρη μεταβίβασίν μου.

– Καλά κέρδη το λοιπόν, εφώνησεν ύστατον η μικρά Μαρία, ενώ ο μέλλων αυτής σύζυγος διέβαινε την φλιάν του μικρού της δωματίου.

– Έννοια σου, Μαριγάκι μου, και θα ιδής!

V

Μόλις αλλάξασα και πάλιν κτήτορα, ησθάνθην ευθύς ότι εσκοτίσθη της νεαράς μου υπάρξεως ο ορίζων, και του βίου αι περιπέτειαι ήρχισαν ενσκήπτουσαι κατά της κεφαλής μου φοβεραί και αλλεπάλληλοι.

Άμα εξελθών εις την οδόν ο κύριος μου, συνέθλασε τα τρυφερά μου μέλη διά της πλατείας και χονδροειδούς αυτού χειρός, και μ' εβύθισε, συντετριμμένην ούτω και πλήρη μωλώπων, εις το ευρύ θυλάκιον της αναξυρίδος του, όπου εύρον συντρόφους δύο δεκάρας, μίαν σφάντζικαν, ολίγα τρίμματα ξηρού καπνού, μίαν πίπαν καί τινα φύλλα σιγαροχάρτου.

Πού οι κολακευτικοί 'κείνοι παλμοί της καρδίας του πρώτου μου κατόχου, πού η ευώδης ατμοσφαίρα του κομμωτηρίου της παχείας μου κυρίας, πού τα φλογερά φιλήματα της θαλαμηπόλου!

Άβυσσος πνιγηρά και ανήλιος ήτο η νέα μου κατοικία· τοσούτον δε βαρείαν απέφερεν οσμήν, ώστε μετ' ολίγα λεπτά απέβαλον παντελώς τας αισθήσεις μου και απέμεινα λιπόθυμος εις τα βάθη του σκοτεινού εκείνου βαράθρου.

Αγνοώ πόσην ώραν εκείμην ούτω αναισθητούσα, πού επλανήθην εν αγνοία μου, και πότ' ακριβώς εξύπνησα.

Τούτο μόνον ενθυμούμαι και ηξεύρω, ότι ότε συνήλθον και πάλιν εις εαυτήν, ήκουσα θόρυβον συγκεχυμένον παντοίων και συμμιγών φωνών, πάταγον ποτηριών συγκρουομένων, και παράφωνον μελωδίαν ερρίνων ασμάτων, οσμή δε οξεία ρητινίτου αφθόνως σπενδομένου προσέβαλε την ασυνήθη εις τοιούτου είδους αρώματα όσφρησίν μου.

Ζωηρά συνομιλία υπήρχεν από τινος μεταξύ των πληρούντων το καταγώγιον, όπερ αμυδρώς μόλις εφώτιζε ρυπαρός φανός, κρεμάμενος από μελανής δοκού της οροφής· μορφαί δε πολυποίκιλοι και παράδοξοι, τεταγμέναι περί μακράν τράπεζαν, ήτις ήτο ποτε πρασίνη, συναπετέλουν θέαμα βδελυρόν, όπου ανεμιγνύοντο η αναίδεια, η αποκτήνωσις και η ρυπαρία.

Ταύτα πάντα είδα δι' ενός μόνου βλέμματος άμα συνελθούσα κάπως, διότι ο δεκανεύς μου, εισαγαγών αίφνης εν μέση ομιλία την χείρα του εις το θυλάκιόν του, μ' απέσυρεν εκ του βαράθρου μου σπαίρουσαν υπό τρόμου και φρίκης, και με απέθηκε βιαίως επί του τραπεζίου, ανακράζων διά βραγχώδους και οινοβαρούς φωνής:

– Κι' αν δεν πιστεύετε, έτηνε!

– Μωρέ στάσου!

– Πούνε την!

– Για να ιδώ!

– Κ' εγώ, 'ς το Θεό σου!

– Κ' εγώ, γιατί λιγώθηκα! ανεβόησαν πολλοί συνάμα των συμποτών, και χείρες άπληστοι εξετάθησαν προς εμέ, και απαίσιον φως πλεονεξίας έλαμψεν επί των σατυρικών εκείνων προσώπων.

– Αι, τ' αδέρφια! ανεβόησεν ο Δημήτρης, λιγώτερη πρεμούρα, ν' αγαπιώμαστε! Διέστε όσο θέλετε, μα τα χέρια κομμάτι παράμερα!

– Εννοείς, δηλαδήτις, να μας προσβάλης; υπέλαβε τραχέως χονδρός τις και κοντός συμπότης, συνδυάζων διά του παραδόξου αυτού ιματισμού πίλον, αναξυρίδα, περικνημίδας και τσαρούχια.

– Δεν έχει προσβολή εδώ, Κυρ Γιαννάκη! απήντησεν ηρέμα ο δεκανεύς. Το μέλι, μάτια μου, κολλάει 'ς τα δάκτυλα και χωρίς να θέλης.

Γενικός γέλως υπεδέχθη το σοφόν απόφθεγμα του κυρίου μου, και η καταιγίς παρετράπη.

– Βάλτε να πιούμε το λοιπόν, ανέκραξεν ισχνός και υψηλός συμπότης, ομοιάζων προς φυλορροήσασαν λεύκην, και ζήτω του Δημήτρη που έγεινε κεφαλαιούχος!

– Ζήτω του Τσιγκρού, βρε τόι, υπέλαβεν άλλος, ζήτω του καλού πατριώτη, που θα στρώση την Αθήνα με λίρα!

– Αι, αι! υπέλαβε δειλώς μετ' ειρωνικού μειδιάματος μικρόν τι και καχεκτικόν ανθρωπάριον, εις την άκραν της τραπέζης καθήμενον, ούτινος η μορφή, φαιά συνάμα και κιτρίνη, ωμοίαζε με προώρως πεσόν από του δένδρου ροδάκινον. Αι, αι! ως τώρα την έστρωσε μόνο με χαρτιά ο κυρ Τσιγκρός την Αθήνα· να ιδούμε πότε θα φαγγρίση και η λίρα!

– Έλα! χαμένο κορμί, που όλα σου ξυνίζουν εβόησεν ως βαθύφωνος σάλπιγξ εύσωμος και ροδοκόκκινος συνδαιτυμών, μνημείου μάλλον ή ανθρώπου έχων εξωτερικόν.

– Άφησ' τον αυτόν, υπέλαβεν ο Κυρ Γιαννάκης, αυτός είναι από την αντιπολίτευσι!

– Ούτε η αντιπολίτευσι μούκοψε μισθό, ούτε η συμπολίτευσι θα με πάη 'ς το χατζηλήκι, απήντησεν ο απαισιόδοξος. Ξέρω μόνο να βλέπω ξάστερα, και να μη γεμίζω την κοιλιά μου με αέρα κοπανιστό.

– Αέρας είν' αυτό, βρε κούκο! εφώναξεν ο Δημήτρης, και εξέτεινε βιαίως την χείρα μέχρι της ρινός του προλαλήσαντος, σφίγγων δι αυτής τα καταπεπονημένα μου μέλη.

– Δεν είν αέρας, πουλάκι μου, μα, είνε χαρτί, που είνε το ίδιο! Μέταλλο έχει; Αυτό είναι κόζο τ' άλλα είνε μπόσικα! υπέλαβεν εκείνος ηρέμα, και εκένωσε μέχρι πυθμένος το ποτήριόν του.

– Εύγα 'ς την ωραία Ελλάδα, σαν θέλης, να ιδής πόσο μέταλλο παίρνεις μ' ένα τέτοιο χαρτί, παρετήρησιν εμβριθώς ο εν αρχή λαλήσας υψηλός συμπότης, ο ομοιάζων με φυλλορροήσουσαν λεύκην. Και ο Γιώργης Σταύρος χαρτί είνε, μα κάνει μέταλλο, άδειο κεφάλι! προσέθηκε, μετά στιγμής διακοπήν, στρεφόμενος προς τον απαισιόδοξον.

– Κολιός και κολιός! παρετήρησεν εκείνος σεσηρός μειδιών. Ίσα το χαρτί του Κυρ Γεώργη και το χαρτί του Τσιγκρού, κυρ φιλόσοφε;

– Μάλιστα, ίσα και καλλίτερα, αν θέλης να ξέρης! παρετήρησεν ο δεκανέας. Τούτο, ματάκια μου, – και βαρύν κατήνεγκε τον γρόνθον αυτού· επ' εμού, ήτις εκείμην από τινος επί του τραπεζίου πλέουσα εις ρύακα ρητινίτου, – τούτο, ματάκια μου, έχει τόκο, έχει μέρισμα, καθώς λένε τώρα 'ς το μεγάλο κόσμο. Και ξέρεις τι θα πη μέρισμα από το Λαύριο; θα ειπή εκατό τοις εκατό, το λίγο!

 

– Αβάντσο! Αβάντσο! υπέλαβον συνάμα τρεις τέσσαρες των περικαθημένων.

– Εγώ δεν τα φουσκόνω, παρετήρησε μετριοφρόνως ο Δημήτρης. Μου φτάνει και τόσο.

– Ο κυρ δεκανέας ευχαριστηέται με λίγα, διέκοψεν από της τραπέζης του ο οινοπώλης, όστις περίεργος είχε παρακολουθήσει εξ αρχής την συζήτησιν.

– Όρσε και ο κυρ Μπούτρος με το λογάκι του! είπεν αναβλέψας προς αυτόν ο ρικνός αντιπολιτευόμενος.

– Ο κυρ Μπούτρος όμως ήτανε 'ς το Λαύριο, σιόρ Σταματάκη, απεκρίθη σοβαρός και βρενθυόμενος ο οινοπώλης, και είδε τ' ασήμι να τρέχη νερό από της κάνουλαις, και να το κενόνουν με τη χουλιάρα, σαν πως κενόνουν τα φασούλια από το τσουκάλι. Κόπιασε και του λόγου σου να τα ιδής, και τότες ματαμιλούμε, αν αγαπάς.

– Το κακό είνε μονάχα, επέμεινεν ο πείσμων απαισιόδοξος, πως το ασήμι εκείνο που τρέχει σαν νερό, καθώς λες, δεν θα το κενώσουν πρώτα 'ς τη δική σου τη τσέπη, και θα περάση από πολλά κανάλια, ως που να καταντήσει 'ς εκείνους που αγόρασαν απ' αυτά τα παληόχαρτα.

Και με έδειξε περιφρονητικώς διά του ρυπαρού του δακτύλου.

Όσαι των αναγνωστριών μου εκάθισαν ποτέ εις την καλουμένην μπερλίναν, και ήκουσαν τον ορμαθόν των από του κρυπτού και οιονεί εξ ενέδρας αποτεινομένων εις αυτάς φιλοφρονήσεων, εκείναι μόναι δύνανται να εκτιμήσωσι την ελεεινότητα όλην της θέσεώς μου. Εγώ, η εν μεγάλη κεφαλή κυοφορηθείσα, η εν πατάγω γεννηθείσα και θορύβω, η εν πομπή και παρατάξει εκδοθείσα, η πολέμους γεννήσασα και μάχας, η ακούσασα παλμούς κακίας ουδέποτε άλλοτε δονηθείσης, η αισθανθείσα φιλήματα φλογερά επί των παρθενικών μου παρειών, εγώ κατεκείμην την στιγμήν εκείνην επί ακαθάρτου τραπέζης οινοπωλείου, κολυμβώσα εις ρητινίτην, πνιγομένη υπό κακόσμων αναθυμιάσεων και ακούουσα χονδροειδείς αστειότητας εις βάρος μου, και μομφάς και κατηγορίας και προπηλακισμούς.

Ευτυχώς το βλέμμα του κυρίου μου παρηκολούθησε το δάκτυλόν του δεικνύοντός με, και η οικτρά μου κατάστασις συνεκίνησεν αυτόν.

Μωρέ παιδιά, η μετοχή μου γίνεται τουρσί! ανέκραξε, και αναλαβών με φιλοστόργως, με εσπόγγισε διά της χειρίδος αυτού και με απέθηκε συμπτύξας επιμελώς εις τον κόλπον του.

2Εδημοσιεύθησαν το πρώτον εν τω Αθηναϊκώ Ημερολογίω (Δ. Κορομηλά) του έτους 1874.
Купите 3 книги одновременно и выберите четвёртую в подарок!

Чтобы воспользоваться акцией, добавьте нужные книги в корзину. Сделать это можно на странице каждой книги, либо в общем списке:

  1. Нажмите на многоточие
    рядом с книгой
  2. Выберите пункт
    «Добавить в корзину»