Бесплатно

Μελέται: 10 άρθρα του στον «Νουμά»

Текст
Автор:
0
Отзывы
iOSAndroidWindows Phone
Куда отправить ссылку на приложение?
Не закрывайте это окно, пока не введёте код в мобильном устройстве
ПовторитьСсылка отправлена

По требованию правообладателя эта книга недоступна для скачивания в виде файла.

Однако вы можете читать её в наших мобильных приложениях (даже без подключения к сети интернет) и онлайн на сайте ЛитРес.

Отметить прочитанной
Шрифт:Меньше АаБольше Аа

“Ο ΔΩΔΕΚΑΛΟΓΟΣ TOΥ ΓΥΦΤΟΥ„

Δημοσιεύτηκε στον αριθ. 245 του «Νουμά» (29 του Απρίλη 1907) με την υπογραφή ΙΩΝ και με την ακόλουθο σημείωση: «Το κριτικώτατο αυτό γράμμα στάλθηκε στον ποιητή Παλαμά από κάποιο φίλο σημαντικό, που μας έδωσε την άδεια και το δημοσιεύουμε».

Φίλε ποιητή,

ΠΩΣ μπορώ να κρίνω ένα τέτοιο ποίημα; Δε θα σας πω τη γνώμη μου, μα μερικά μου συναισθήματα, σαν το διάβαζα. Πριν να μου το στείλετε σεις, το είχα πάρει και το διάβαζα ανάκατα. Ύστερα το ξαναδιάβαζα πάλι έτσι. Και τώρα το πήρα από την αρχή. Σαν όλα τα αληθινά και βαθειά έργα τέχνης, το πρώτο κοίταγμα δεν αρκεί· όσο περισσότερο το κοιτάζω, τόσο μ' αρέσει περισσότερο, και τόσο βρίσκω περισσότερους θησαυρούς μέσα του. Γιατί είναι πλούσιο, πάρα πολύ πλούσιο, το ποίημά σας, – όπως άλλως τε και όλα τα ποιήματά σας. Είσθε δημιουργός δηλαδή φιλόσοφος, δηλαδή ποιητής. Η επική διήγηση του ποιήματος μόλις διακρίνεται, γιατί η λυρική μουσική τη σκεπάζει, την πνίγει, κάποτε. Ο Γύφτος είναι σα μια πρόφαση, για να πήτε πιο ξάστερα και πιο ελεύθερα εκείνο που στοχάζεσθε. Αλλά τι καλά διαλεγμένη που είναι η πρόφαση αυτή. Και σ ε ι ς βέβαια δεν τον ε δ ι α λ έ ξ α τ ε το Γύφτο, αλλά τονέ ν ο ι ώ σ α τ ε κατάβαθα, και μόνος απ' όλα τα άλλα έθνη σάς συντάραξε και σας μίλησε στην ψυχή. Κι από μέσα από τους Γύφτους εφτειάσατε, εντείνοντας, δυναμώνοντας κάθε Γύφτικια χορδή, εφτειάσατε ένα Γύφτο ξεχωριστό, μεγαλήτερο, ωραιότερο, δυνατώτερο – και στο στόμα του βάλατε την ελληνική, τη νεοελληνική, τη βαθύτατη ψυχή σας. Βάλατε την ψυχή τη νεοελληνική, που βαρέθηκε στους περασμένους πολιτισμούς, επειδή είδε διάφανα πως πέθαναν και πάνε, κ' επειδή έχει κάτι μέσα της, έχει κάτι καινούρια να δημιουργήσει, – γιατί η ψυχή αυτή κουράστηκε μονάχα από τη θύμηση των περασμένων, αλλά δεν κουράστηκε από τη δημιουργία των ερχόμενων. Όταν ήμουν στη Βενετία, μ' έπιασε μια λαχτάρα τρομερή ναν την έβλεπα να βούλιαζε, μαζί με τα παλάτια της και μ' όλες τις θύμησες, και μ' όλη την ιστορία της, και μου ήρθε έπειτα ένας πόθος, κάτι να γεννήσω καινούριο κι όμορφο, όσο άσκοπο κι αν φαίνονταν. Κ' είναι, βέβαια, όλα άσκοπα στη ζωή αυτή, αλλά η δημιουργική δύναμη δεν της μέλει, και όλο γκρεμίζει και ξαναφτειάνει τα ίδια και τα ίδια. Μ' αρέσει η αίσθηση που δίνει το ποίημά σας, πως όλα αιώνια περνούν και όλα αιώνια ξαναγυρνούν αλλαγμένα. Το ονομάζω αυτό εγώ, το δράμα του αιώνιου περάσματος, ή το δράμα της αιωνιότητας. Άμα ο άνθρωπος είναι τόσο καθαρόματος ή ανοιχτομάτης, που να έχει, πάντα το δράμα αυτό, ο άνθρωπος αυτός α ξ ί ζ ε ι, γιατί είναι ανώτερος από κάθε του πράξη, και ουδέ χάνεται μένοντας ανάμεσα στους ανθρώπους.

Όμως η ψυχή μου είναι παρθένα.

Πάντα μ ό ν ο ς θα είναι, μα η μοναξιά και η ερημιά του θα είναι χαρά του.

Όλα περνούν αγύριστα,

 
Μα η Ελλάδα μια και αγύριστη· πάει, και να την κλαις!
 

Όλα όμως ξαναγυρνούν, όσο αλλαγμένα κι αν είναι.

 
Όπου τόποι, όπου γεράματα, θα σπείρουμε μιαν Ελλάδα, και μια νιότη.
 

Ξανάρχεται η άνοιξη, η ίδια, και όμως όχι η ίδια. Θα ήταν απαράλλαχτη, αν δεν είχαμε μνημονικό οι άνθρωποι, κι αν ξεχνούσαμε ολότελα. Αλλά η ιστορία μας είναι μέσα στο αίμα μας (από την αρχή ως τώρα) και το φαρμακώνει. Πρέπει να μάθουμε να ξεχνούμε. Είναι πολύ όμορφο εκείνο το «Κι όποιος δούλος σας θα γίνη…» στο τέλος της στροφής.

Αλλά και τι δεν είναι όμορφο και δυνατό και σκληρό στο στόμα του Γύφτου;

 
Σαν κ' εμάς είν' η φυλή σας· δε θαράξη
πουθενά!
 

Κάθε «Λόγος» του ποιήματος είναι ένα ολάκαιρο και ξεχωριστό ποίημα. Μερικοί είναι δυνατώτεροι από τους άλλους. Ο «Ερχομός» του Γύφτου είναι πολύ μουσικός και τρέχει σαν ποτάμι. Άπειρα πράγματα λέει ο στίχος ο όμορφος:

Και καρτέραγε τον Τούρκο να την πάρη.

Δείχνει όλη την εξάντληση της Πόλης. Δεν είχε πια τη δύναμη να θέλει τίποτα. Ο «Δουλευτής» είναι πολύ δυνατό. Η «Αγάπη» δεν εξαντλεί όλο το βάθος κι όλο το πάθος της αγάπης, ίσως επειδή την έχει από καιρό ξεπεράσει ο Γύφτος. Αλλά είναι γιομάτο ιδέες χτυπητές. Και τους «Θεούς» τους έχει ξεπεράσει ο Γύφτος, όχι όμως και τους «Αρχαίους». Ο «Θάνατος των αρχαίων», το πέρασμα κείνο των ειδώλων, είναι θαυμάσιο. Η περιγραφή, σ' όλο το ποίημα, μου μιλούν κατευθεία, και είναι χτυπητά βάλμένες και πλασμένες (είναι το επικό μέρος). Ο στίχος κι ο ρυθμός, ο πλούτος και το ανυπόταχτο των ρυθμών και στίχων, με μαγεύουν σ' όλο το ποίημα. Και ότι όλα, ιδέες, εικόνες, στοχασμοί, αισθήματα, στίχοι ρυθμοί, μουσική, σκοτάδια και φώτα, ίσκιοι και φεγγοβολιές, είναι π ρ ο σ ω π ι κ ά και δ ι κ ά σας, το λέει το τετράστιχο αυτό, το όμορφο, και που ταιριάζει στον καθένα, που ξέρει να τραγουδά κατά κάποιο δικό του τρόπο:

 
Ξέρω απ' όλα τα τραγούδια, μα για να τα πω, τα ταιριάζω τα τραγούδια, στο δικό μου το σκοπό.
 

Οι τρεις λόγοι: ο «Θάνατος των θεών», ο «Θάνατος των αρχαίων» και «Γύρω σε μια φωτιά», συγγενεύουν μεταξύ τους και είναι αχώριστα· και τα τρία, το καθένα δηλαδή χωριστά, περιέχονται το ένα στο άλλο. Αλλά η σειρά τους είναι σωστή, και μετά το θάνατο των περασμένων και των ειδώλων, έπρεπε να θανατωθούν και κείνοι που θέλησαν να ξαναφέρουν ταποθαμένα και να τα ζωντανέψουν. Έπρεπε να καθαριστεί ο αέρας κι απ' αυτούς, τους Παραβάτες.

Το «Πανηγύρι της Κακάβας» είναι ωραιότατο και σε τραντάζει η δύναμή του. Η περιγραφή των Γύφτων τρέχει σαν ποτάμι, όπως και στον «Ερχομό». Μόνο μου φάνηκε πως οι Γύφτισσες δεν είναι αρκετά ζωγραφισμένες, αν και το λίγο που λέτε γι' αυτές είναι πανέμορφο. Και γι' αυτό ίσως θα ήθελα περισσότερα, για να χορτάσω την ομορφιά τους. – Τι δύναμη βρίσκεται μέσα στην ξαφνική εμφάνιση του Αποκρισάρη του Βασιλιά, τι δύναμη μέσα στα λόγια του ξεχωριστού Γύφτου έπειτα, και τι δύναμη στο άμυαλο, πολύβοο ξανάρχισμα του πανηγυριού, μόλις απόσωσαν τα λόγια τους ο μαντάτορας του Βασιλιά κι ο αντίλογος του Γύφτου! Τι δύναμη και τι ομορφιά!

Μ' άρεσε έπειτα ο «Προφητικός», που η σκληρή προφητεία του βγήκε αλήθεια («Και θαρθή μια μέρα, μαύρη μέρα!»), και που μας αφήνει στο τέλος μιαν ελπίδα πως θα ξαναφυτρώσουν πάλι μια μέρα τα φτερά της φυλής. Και πλατύτερη ελπίδα μάς δίνει ο «Αναστάσιμος», που προφητεύει μιαν πλατύτερη ψυχή.

Το «Παραμύθι του Αδάκρυτου» είναι μονάχο του ένα διαμάντι. Δεν ξέρω τι σχέση ιδιαίτερη έχει με τάλλα, γιατί το διάβασα χώρια, μα βέβαια έχει σχέση στενή, αφού διδάσκει την ελευθερία και προλέγει μια γενιά ανώτερη απ' όλες τις περασμένες, σκληρή και άπονη, νικήτρα του παντός.

Αν σκοπός ενός έργου τέχνης είναι να ξελευτερώνει τον άνθρωπο, το ποίημα «Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου» τον επέτυχε το σκοπό του. Αλλά είναι βαθύ, και όσο περισσότερο το διαβάζω, τόσο θέλω περισσότερο να το διαβάζω, και πάντα βρίσκονται καινούρια πετράδια ατίμητα μέσα του. Καμμιά φορά το νόημα, στο πρώτο διάβασμα, είναι σκοτεινό, και μπορεί να μείνει σκοτεινό όσο κι αν το διαβάσει κανείς· τότε όμως ενεργεί η μουσική του στίχου, και η suggestion που μια λέξη, μια φράση, ένα απλό επίθετο, ξυπνά μέσα μας και χύνει φως απροσδόκητο. Μάλιστα, συχνά μ' αρέσει περισσότερο η suggestion, αυτή, παρά τα ξάστερα και ευκολοδιάλυτα νοήματα, που ενίοτε λένε λιγώτερα πράγματα και χύνουν λιγώτερο φως.

Με συγχωρείς γι' αυτή την άταχτη πολυλογία μου, μα καθώς σας είπα, δεν είναι κρίση αυτή, ούτε είμαι άξιος να κάνω κρίσες, παρά είναι απλά συναισθήματα. Μπορούσα σε κάθε στίχο σχεδόν, να σταματήσω και να πω τα συναισθήματα που μου γεννά. Μα τι σημαίνει; Όσοι συνηθίζουν να στοχάζονται βαθύτερα, δεν μπορούν, παρά να βρουν πλούτο αμύθητο στο ποίημά σας και δύναμη περίσσια. Αυτωνών μιλά το ποίημα με χίλιες μύριες φωνές, και μετά το διάβασμα βγαίνουν, σαν από λουτρό, καθαρότεροι, πιο ελεύθεροι, πιο έτοιμοι για μια νέα ζωή.

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

Δημοσιεύτηκε στον αριθ. 274 (16 του Δεκέβρη 1907) του «Νουμά», με υπογραφή: ΙΔΑΣ και με ημερομηνία 26 του Νοέμβρη 1907. Παίρνει το Γλωσσικό ζήτημα από τη δική του την άποψη, την εθνικιστική, και πλαταίνοντας τα σύνορά του το αποδείχνει για την κυριώτερη δημιουργική δύναμη μιας καινούριας Ελλάδας.

ΟΙ Έλληνες οι καλλίτεροι, οι πιο ζουμεροί, οι πιο ζωντανοί, είναι όλοι τους δημοτικιστές, ή είναι έτοιμοι να δεχτούνε τη δημοτική. Τι πάει να πει αυτό; Μήπως το ζήτημα το γλωσσικό δεν είναι μόνο γλωσσικό;

Με το να πληθαίνουν κάθε ώρα οι δημοτικιστές, μήπως σημαίνει, πως σιγά-σιγά αλλάζει το μυαλό των Ελλήνων, κι αρχίζει και νοιώθει πράματα που δεν τα ένοιωθε πριν;

Τι γίνεται;

Οι Έλληνες μέρα με την ημέρα γίνονται πραγματικώτεροι, πιο σύμφωνοι με τον εαυτό τους, τον αληθινό, τον τωρινό. Ξεπετιούνται και ξελευτερώνουνται από μερικές βαρειές σκλαβιές, από σιδερένιες φορεσιές που τους κάθισε ο φιλελληνισμός των ξένων, η αρχαιομανία των γραμματισμένων, κι ο βυζαντινισμός των Φαναριωτών – λαϊκών και παπάδων.

Οι Φιλέλληνες και οι γραμματισμένοι μας είπαν πως είμαστε Περικλήδες, Θεμιστοκλήδες, Σωκράτηδες, Αριστοτέληδες και Σοφοκλήδες. Μας μασκάρεψαν με κράνη και περικεφαλαίες, με δόρατα, σάνταλα, χιτώνες, θώρακες – όλα χάρτινα και ξύλινα, χρυσωμένα με χρυσόχαρτα κολλημένα. – Από την άλλη μεριά, η παράδοση κ' οι Φαναριώτες, ενεργούσαν. Αυτοί πάλι έλεγαν: «Θα πάρουμε την Πόλη», «ο μαρμαρωμένος Βασιλιάς κ' η κόκκινη, μηλιά», «η Αγιά Σοφιά», το βυζαντινό κράτος – η Μεγάλη Ιδέα.

Οι Φιλέλληνες κ' οι γραμματισμένοι Ρωμιοί έπλασαν και την αντίληψη της μικρής Ελλάδας, εκείνην που έχουν οι Ελλαδικοί σήμερα, τοποθέτησαν την τωρινή Ελλάδα επάνω στην κλασική Ελλάδα, και είπαν: «Τα σύνορά της θα είναι και σύνορά σας, για να είναι η εικόνα σας πανομοιότυπη». Η βυζαντινή παράδοση πάλι, έφτειασε τη φαντασία μιας πολύ μεγάλης Ελλάδας, με κέντρο την Πόλη, – ξαναδημιούργησε κι ανάστησε τη βυζαντινή αυτοκρατορία στα κεφάλια των Ελλήνων.

Όλ' αυτά πέφτουνε τώρα, γκρεμίζουνται. Με την ελεεινότητα του Ελληνικού κράτους, που μας έκανε κορόιδο, χάσαμε την πίστη μας σ' αυτά που μας έλεγαν οι Φιλέλληνες, οι Γραμματισμένοι και οι Φαναριώτες, και μαζί χάσαμε σκεδόν και την πίστη στον εαυτό μας, στη δύναμη της φυλής μας. Αυτό το τελευταίο είναι κακό μεγάλο, μα είναι η φυσική αντίδραση. Πρέπει να περάσει.

 

Και τώρα καθένας αγάλι αγάλι ξυπνά και λέει:

«Όσα μας είπαν είναι λοιπόν ψευτιές, θέλουμε μεις αλήθεια. Οι Φιλέλληνες, οι Δασκαλογραμματισμένοι, και οι Φαναριώτες είπανε ψέματα στους γονιούς μας, και επειδή είταν απλοϊκοί άνθρωποι, τους επίστεψαν. Μα εμείς πια δε θέλουμε να γελιούμαστε. Πού είναι η αλήθεια; Δεν ήμαστε Περικλήδες, Σοφοκλήδες και Σωκράτηδες, κάτω οι χάρτινες περικεφαλαίες και τα ξύλινα δόρατα. Αυτά είναι ψευτιές. Δε θα πάρουμε την Πόλη. Πέθανε ο μαρμαρωμένος Βασιλιάς. Μεις είμαστε μικροί, ανάξιοι, τιποτένιοι (υπερβολή). Έλα, ας πιάσουμε να δούμε τι έχουμε και δεν έχουμε. Η αρχαία γλώσσα δεν υπάρχει, είναι ψέμα. Το σκολειό που μας μαθαίνει πως υπάρχει, λέει ψέματα. Έπειτα το σχολειό όλο θεωρίες μας διδάσκει, ενώ μεις θέλουμε πραγματικότητες, θετικά, πραχτικά πράματα. Να κάνουμε πρέπει σκολειά πραχτικά, εμπορικά, επαγγελματικά, που δε θα μας μαθαίνουν άχρηστες γνώσες. Ούτε καιρό γι' αυτές έχουμε ούτε όρεξη. Ο κόπος μας ας πάει αλλού. Γλώσσα θα μεταχειριζόμαστε αυτή που έχουμε και μιλούμε. Αυτή μας σώνει, άλλη δε χρειαζόμαστε. Ό,τι κι αν θέλουμε να πούμε, μ' αυτή θα το λέμε. Όποιος λέει πως μας χρειάζεται άλλη γλώσσα, καλλίτερη, λέει ψέματα. Το κράτος δε θα προκόψει με τα σκολειά και ταρχαία γράμματα. Με το να λέμε και να ξαναλέμε πως ο Περικλής είταν παπούλης μας, και πως είτανε μεγάλος άνθρωπος, δεν πάει να πει πως κ' εμείς είμαστε ή γινήκαμε μεγάλοι. Το κράτος θέλει στρατό και στόλο. Τάλλα όλα είναι κουρουφέξαλα. Ναι, η Μεγάλη Ιδέα είναι φαντασία, και γι' αυτό έπεσε στην υπόληψή μας, αλλά βέβαια μένει η πραγματικότητα ότι πολλά ελληνικά χώματα είναι σκλαβωμένα στον Τούρκο και πρέπει να ξεσκλαβωθούν και να ενωθούν με τη μικρή Ελλάδα. Γιατί ούτε η κλασική Ελλάδα με τα κλασικά της σύνορα (που τα φύλαγε, σαν κέρβερος, ο στενόμυαλος Δημοστένης), είναι κανένα πρότυπο για τη σημερινή Ελλάδα, ούτε πάλε η απέραντη βυζαντινή αυτοκρατορία, με τα αναρίθμητα έθνη της, μπορεί να γίνει παράδειγμα για μια τωρινήν Ελλάδα. Η δική μας η τωρινή Ελλάδα θέλει σύνορα εκεί που τελειώνει η Ελληνική φυλή. Για να φτειαστεί η Ελλάδα αυτή, χρειάζεται να δουλέψουμε. Η ελευτεριά δεν πέφτει από τον ουρανό σαν το μ ά ν α. Τι, περιμένουμε; Από τ ώ ρ α πρέπει ναρχίσουμε να δουλεύουμε, δούλοι κ' ελεύτεροι, για να ενωθεί η φυλή μας σ' έ ν α κράτος. Μα και οι νόμοι και τα συστήματα, που μας φόρτωσαν εμάς τους Ελλαδίτες, οι πρώτοι και κατοπινοί μας νομοθέτες – νομοθέτες θεότυφλοι, – είναι στραβά κι ανάποδα. Σύντριψαν την αυτοδιοίκηση, που ύπαρχε χιλιάδες χρόνια, και μας έντυσαν με ρούχα που δε μας έρχονται. Για, ας ανοίξουμε τα μάτια μας να δούμε. Όταν ήρθαν και μας πλάκωσαν οι βαυαρέζικοι κι άλλοι νόμοι, τι είχαμε; Είχαμε, κοινότητες και τοπική αυτοδιοίκηση. Ας δοκιμάσουμε, τώρα που ανοίξαμε τα μάτια μας, να ξαναφτειάσουμε κείνο, που έτσι αστόχαστα κλωτσοπατήσαμε τότε. Ας αφήσουμε να ξαναφυτρώσουν μονάχες τους οι κοινότητες…»

Κ' έτσι και σ' όλα τάλλα. Η γλωσσική αλλαγή φέρνει κι άλλα κρυφά κουσούρια – χρυσά κι ατίμητα κουσούρια – σ' όποιον την παθαίνει. Η δημοτική γλώσσα είναι μιαν αρρώστια – χρυσή και αξιαγάπητη αρρώστια που δεν έρχεται μονάχη, παρά φέρνει μαζί της χίλια μύρια καλά, σέρνει σωρούς κι αρμαθιές τις ιδέες, τις αντίληψες, τα φώτα, τις σκέψες, τα αισθήματα, – καινούρια, δροσερά, ανοιξιάτικα, και τι όμορφα! Τέτοια είναι, που μόνο να τα συγκρίνεις με τους σωρούς και τους μεγαλόπρεπους όγκους της αρχαιοπρέπειας των περασμένων γενεών, αμέσως διαγνώνεις πως τούτα είναι ψ ό φ ι α, ενώ τα σημερινά είναι ζ ω ν τ α ν ά. Και αν θέλει ρώτημα, τι είναι καλλίτερο απ' τα δυο, η ζωή γιά η ν έ κ ρ α, ας βρεθεί κανείς να πει πως καλλίτερα έχει τη νέκρα, την αρχαιόπρεπη, κι ας έρθει εδώ μπροστά μου να το μολογήσει – να τον ονομάσω ευτύς κ' ήσυχα – ήσυχα «Ψ ο φ ί μ ι! ».

Να πώς το γλωσσικό ζήτημα δεν είναι ξερά ξερά γλωσσικό ζήτημα, παρά είναι κοινωνικό ζήτημα.

Πιστεύω πως οι άνθρωποι που θα πρωτοστατήσουν στο έθνος μας, σε τούτης τη γενιά – δηλαδή στη γενιά που φύτρωσε ύστερα από το 97, – θα είναι όλοι ή δημοτικιστές δηλωμένοι, ή έτοιμοι για να δεχτούν τη ζωντανή, τη δημοτική γλώσσα.

Ο ΕΥΓΕΝΙΚΩΤΕΡΑ ΠΟΛΙΤΙΣΜΕΝΟΣ ΛΑΟΣ

Δημοσιεύτηκε στον αριθ. 275 του «Νουμά» (23 του Δεκέβρη 1907). Στο βιβλίο του «ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ» πούβγαλαν τ' Αλεξαντριανά «Γράμματα» στα 1914 μπορεί σε δεύτερη έκδοση, να μπει το άρθρο αυτό για πρόλογο, αφού πολλά σημεία του άρθρου δείχνονται πιο ξάστερα στο βιβλίο του εκείνο.

ΓΝΩΡΙΣΑ μια Ρώσσα, νέο κορίτσι. Μοιάζει όλες τις Ρώσσες. Επειδή βρίσκομαι σε τόπο Ελληνικό, περιτριγυρισμένος από Έλληνες κ' Ελληνίδες, μου φανερώθηκε χτυπητότερη η Ρώσσα. Μου φάνηκε σα μάζα αδούλευτη, άμορφη, ασχημάτιστη, ζεστή, ζωντανή, ζουμερή, που μπορεί κάθε μορφή να μεταλλάξει, που θα κατασταλάξει βέβαια κάποτε, σε μακρυνότερους καιρούς, και θα βρει τον τελειωτικό της τύπο – το καλούπι της, μα τώρα ακόμα είναι σαν τη μαλακή, τη διαλυμένη ουσία των άστρων, που δεν έπηξαν ακόμα, και στριφογυρίζουνε γύρω στον ήλιο σα μισολυωμένες σβούρες. Η Ρώσσα είναι μάζα που δεν έπηξε. Μπορεί να γίνεται μονομιάς ό,τι θέλεις, θρήσκα, άθεη, συντηρητική, επαναστάτρια, κοιμισμένη, ριζοσπαστική, φουριόζα. Μπορεί, μόλις αγναντέψει κάποιον, να τον ερωτευτεί, και μόλις απαντήσει κάποιον άλλο, να ξαπολύκει τον πρώτο και μονοστιγμίς να ερωτευτεί το δεύτερο. Ό,τι έχει μέσα της το βγάζει, στο φόρο, ή, καλλίτερα, βγαίνει μονάχο του, άθελα. Ό,τι στοχάζεται, το λέει, δεν κρύβει τίποτα. Δεν ξέρει καλά καλά τι λέει και τι φτειάνει, δεν ορίζει τον εαυτό της. Είναι της στιγμής, και στη στιγμή παθαίνεται, ακράτητη, Και δεν ντρέπεται, δειλή δεν είναι. Και δεν υποψιάζεται μην τύχει κι ο αντικρυνός της την κρίνει, ακόμα λιγώτερο μην πάει και την κατακρίνει. Άμα της το πεις πως την κρίνουν έτσι για αλλοιώς, θα φανεί σα να ξυπνά εκείνη τη στιγμή. θα σκοτιστεί λιγάκι, θα συλλογιστεί και θα πει: «Και τι με νοιάζει εμένα;». Κ' ευτύς θα ξαναπιάσει τις ομιλίες, θα λέει, θα ρωτά, θα ξεχύνει τα σωτικά της στον καθένα. Λέει και είναι σα να μη συλλογίζεται ολότελα τι θα πει. Τα λόγια της έρχονται κουτρουβαλιαστά το ένα πάνου στ' άλλο, σα να μην έβγαιναν από κεφάλι, μα από μηχανή. Είναι όμως ζωντανά τα λόγια της, γιατί είναι ζωντανή κι αυτή η ίδια, καίει, βράζει, θερμαίνεται, παθαίνεται και σε αφαρπάζει. Η Ρώσσα δεν έχει πήξει ακόμα.

Αμέσως έπειτα είδα την Ελληνίδα. Τα φούμαρα έχουν από καιρό ξεθυμαίνει. Δεν είναι μάζα, είναι μορφή, και οι γραμμές της είναι ξεκομμένες, ζωγραφιστές. Ο σκελετός της είναι ξετελειωμένος, και η Ελληνίδα είναι πηγμένη. Ζει βέβαια κι αυτή, και ίσως καίει, μα καίει όμορφα, σαν το λυχνάρι, όχι σαν την τρελλή τη φωτιά. Μετρημένη σ' όλα, λογαριάζει, το τ ι θα πει, το π ώ ς θα το πει, το γ ι α τ ί θα το πει, το π ό τ ε θα το πει. Θα ερωτευτεί α φ ο ύ λογαριάσει και της έρθει στο λογαριασμό ο άντρας που απαντά. Πάντα ορίζει τον εαυτό της, και στις τρέλλες της ακόμα. Ζουμερή δεν είναι, είναι ξερή. Η δροσιά της είναι η χάρη της, ενώ της άλλης η δροσεράδα είναι το ασυλλόγιστο και σύγκαιρα στοχαστικό της σκέψης. Μπορεί και η Ελληνίδα, να μην είναι πάντα δειλή, μα πάντα κρύβει τη σκέψη της, δε βγάζει από τα σωτικά της ό,τι και νάναι. Και την κρίση του αντικρυνού της τη φοβάται. Όλα είναι πιο κατακαθισμένα μέσα της, τίποτα δε μνήσκει στην επιφάνεια, παρά μονάχα η χάρη της, – η μορφή, – γιατί η μορφή είναι το παν, η σκέψη δε σημαίνει τίποτα.

Και μονομιάς, σα φως, ένοιωσα το χάσμα που μας χωρίζει από τ' άλλα έθνη, προ πάντων τα βορεινά (γιατί με τους νότιους θάχουμε, δε γίνεται, κάποιες ομοιότητες). Και είδα, φως φανερό, την ενέργεια ενός παλιού, προαιώνιου πολιτισμού, το βάρος γενεών και χρόνων, επάνω στην Ελληνίδα. Η μορφή της, πώς να μην είναι ορισμένη, σίγουρη κι αλάθευτη, που μπήκε στο αίμα της, στα νεύρα της, στα κόκκαλά της η ιστορία της όλη – και την πότισε;

***

«Ο λαός ο Ελληνικός όλος, από το μικρό ίσαμε το μεγάλο, είναι πολιτισμένος». Μου το είπε ένας Βούλγαρος. Η ζωή του Ελληνικού λαού είναι απλή, πολλά πράματα δεν του χρειάζονται, οι πολυτέλειες και τα ακροπρεπίδια τα πολλά δεν του αρέσουν, μα έχει τη λεπτότητα κάθε ευγενικής καταγωγής, κάθε μακρυνού, αιώνιου κι αδιάκοπου πολιτισμού. Οι Πελασγοί ήταν πολιτισμένοι, οι Έλληνες πολιτισμένοι, οι Μακεδόνες κι αυτοί πολιτισμένοι, κ' οι Βυζαντινοί πολιτισμένοι. Τόσοι αιώνες πολιτισμός, μπήκε πια στο αίμα, στα νεύρα και στα κόκκαλα του Ελληνικού λαού. Ο σκελετός και τα νεύρα του Έλληνα κατάντησαν παλιά και πολιτισμένα. Μα, σαν τα παλιά τα κεραμίδια, είναι δοκιμασμένα κι αντιστέκονται. Και τούτο είναι σύγκαιρα κ' η δύναμη κ' η αδυναμία της φυλής. (Η χοντρή η δύναμη των δυτικών λαών μπορεί να είναι ίσα ίσα τούτο, ότι είναι λιγώτερο πολιτισμένοι στ' αλήθεια από τους Έλληνες).

Άμα θέσει κανείς τα ζητήματα έτσι, βγαίνουνε μόνα τους διάφορα συμπεράσματα:

α'.) Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός, όπως και κάθε άλλος ξένος πολιτισμός, δεν μπορεί ναλλάξει τον Έλληνα, ούτε κι αν αιώνες ενεργήσει επάνω του. Είναι λοιπόν περιττό να πολεμούν ο κ. Δαμβέργης και ο κ. Μιστριώτης για να κρατήσει ο Ελληνικός λαός «τα πάτρια». – «Τα πάτρια» τα κρατεί ο Ελληνικός λαός μονάχος του, χωρίς να το θέλει και δίχως να το πολυξέρει. Και είναι μάλιστα υπερβολικά συντηρητικός ίσως. Το σακάκι, η ρεπούμπλικα, ο κορσές και το τρισμέγιστο καπέλλο – ταψί με τα ψεύτικα κεράσια και τριαντάφυλλα, δεν αλλάζουν ούτε τον Έλληνα ούτε την Ελληνίδα, όπως δεν τον αλλάζουν μήτε οι φράγκικες ιδέες. Αυτά μοναχά τον ασχημαίνουν. Θα πάρει απ' όλ' αυτά ό,τι του χρειάζεται, μικρά πράματα όμως. Τα άλλα θα ξεθυμαίνουν μόνα τους. Θα γίνουν καπνός, στάχτη, αέρας. Και είναι αλήθεια καπνός, στάχτη, αέρας για τον Έλληνα ό,τι δεν μπορεί να το χωνέψει και να το κάμει δικό του. Χάνουν τον καιρό τους οι κύριοι αυτοί, σκοτίζουνται και λυπούνται άδικα, γιατί είτε το θέλουν, είτε δεν το θέλουν, είτε αυτοί, είτε και άλλοι τόσοι «πάτριοι» ή «απάτριοι», ο Έλληνας θα μείνει Έλληνας.

β'.) Είναι στενόμυαλοι και κοντόφθαλμοι όσοι Έλληνες θέλουν και καλά να μας καθίσουν φράγκικες ιδέες, συστήματα και συνήθια. Κι αυτοί τίποτα δεν κάνουν. Κι αυτοί τον καιρό τους χάνουν. Φαντάζουνται πως ο φράγκικος πολιτισμός μπορεί να μας κάμει άλλους, και θαρρούν πως ο φράγκικος πολιτισμός είναι ευγενικώτερος και καλλίτερος από τον ελληνικό, ή νομίζουν ίσως πως ελληνικός πολιτισμός δεν υπάρχει. Αν σεις έχετε καλλίτερα τις φράγκικες ιδέες και τα συνήθια, γενήτε Φράγκοι κι αφήστε μας στην ησυχία μας. Δεν είστε άξιοι για να μένετε μεταξύ μας.

γ'.) Κανείς μας δεν ταιριάζει να παθαίνεται πάρα πολύ για τα πολιτικά ζητήματα, τα τρεχούμενα. Κανείς δεν πρέπει να χάνει την πίστη του στη δύναμη του Έθνους. Πρέπει να βλέπουμε μακρύτερα. Δε θα χαθεί η φυλή κι αν πέσει ακόμα σε ξένα χέρια. Και να χάσει την ανεξαρτησία του (τη δήθεν ανεξαρτησία του), το τωρινό το κράτος, η Ελλαδούλα, – η φυλή, δε θα χαθεί. Φτάνει να νοιώσει κάθε Έλληνας την ελληνική του υπόσταση και να περηφανεύεται γι' αυτή. Περήφανος για τη γενιά μου την ελληνική, την ευγενικότατη, χαρούμενος γιατί βλέπω ξάστερα το έθνος μου τυραννισμένο, και φτενό, και εφτάψυχο, έμορφο στη μοναξιά του και στην ερημιά του, και στην εγκατάλειψη, – μ' αρέσει να χώνουμαι στη ζωή του και να κοιτάζω από τι πέρασε, – μ' αρέσει να το ξέρω πως τυραννιέται, γιατί θέλω να φανερώσει, πάλι όλη την απέθαντη δύναμη που κρύβει. Π ρ έ π ε ι, να βασανιστεί, για να δείξει την αξιοσύνη του. Και είναι καιρός να τηνέ δείξει.

δ'.) Η ανατροφή πρέπει να ξεπλακώσει τα Ελληνόπουλα από τους όγκους τις ανωφέλευτες γνώσες που τους φόρτωσαν ως τώρα οι δάσκαλοι, να καθαρίσει το μυαλό τους από τα αρχαιόπρεπα βάρη που έχωσαν στα κεφάλια των πατέρων τους η αμάθεια και κουταμάρα διαφόρων δασκάλων του Γένους και νομοθετών του Κράτους, να ξεζαρώσει το νου τους το σκοτισμένο, να τους ανοίξει τα μάτια, να τους ελευτερώσει. Η ανατροφή θα ξεσκλαβώσει τους Έλληνες, ώστε να μπορέσουν να σηκώσουν κεφάλι, να σταθούν ίσια, να κουνηθούν, να τανυσθούν, να φυτρώσουν ελεύτερα σαν τα δέντρα, – να φουντώσουν, να θεριέψουν και ν' απλώσουν τα κλαριά τους. Στην ανατροφή αυτή θα βρούνε κόπους πολλούς, μα θα χαίρουνται, γιατί θα τους νικούν. Και στο τέλος, όλοι οι Έλληνες, θα συμπληρώνουν τις σπουδές τους, όχι το σκολείο των πολιτικών επιστημών στο Παρίσι, αλλά στον Ε λ λ η ν ι κ ό σ τ ρ α τ ό ή σ τ η Μ α κ ε δ ο ν ί α, – γιατί στην ανατροφή των Ελλήνων χρειάζονται προ πάντων οι κίντυνοι, και ο πόλεμος. Πρέπει ο Έλληνας να βρεθεί σε κόσμο επικίντυνο, σε κόσμο αλύπητο, περιτριγυρισμένο από γκρεμούς και βάραθρα, από διαβόλους και Βουλγάρους, από τριβόλους και παγίδες, από στοιχειά κι από αίματα, – σε κόσμο ζωής αληθινής. Πρέπει να αναγκαστούν οι Έλληνες νακονίσουν το μυαλό τους, τα πόδια τους, τα χέρια τους, να ξεσκουριάσουν τ' άρματα τους, να είναι αδιάκοπα, κάθε στιγμή, έτοιμοι, ξυπνητοί, ανασκουμπωμένοι για πόλεμο με θηρία. Πρέπει να αναγκαστούν οι Έληνες ναγναντεύουν το θάνατο – γιατί ο θάνατος είναι αλήθεια δυνατώτερη από κάθε άλλη και καθαρίζει τον άνθρωπο από τη ψευτιά που μ' αυτή συνήθισε να ζει. Οι ψ ε ύ τ ι κ ο ι Έλληνες, με την ανατροφή αυτή, θα γίνουν Έλληνες α λ η θ ι ν ο ί, – άνθρωποι, γιατί έχουν τη ζύμη για να γίνουν, μα τους λείπει η ανατροφή.

 
Купите 3 книги одновременно и выберите четвёртую в подарок!

Чтобы воспользоваться акцией, добавьте нужные книги в корзину. Сделать это можно на странице каждой книги, либо в общем списке:

  1. Нажмите на многоточие
    рядом с книгой
  2. Выберите пункт
    «Добавить в корзину»