Бесплатно

Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου

Текст
0
Отзывы
iOSAndroidWindows Phone
Куда отправить ссылку на приложение?
Не закрывайте это окно, пока не введёте код в мобильном устройстве
ПовторитьСсылка отправлена

По требованию правообладателя эта книга недоступна для скачивания в виде файла.

Однако вы можете читать её в наших мобильных приложениях (даже без подключения к сети интернет) и онлайн на сайте ЛитРес.

Отметить прочитанной
Шрифт:Меньше АаБольше Аа

– Ω! είπε, χαμηλή τη φωνή και συνωφρυωμένη. – Εσύ κλαίεις, και εγώ αστεΐζομαι! Ανόητη που είμαι! Αλλά θα συναντηθώμεν πάλιν. Δεν θα συναντηθώμεν; – Και ύψωσε τους θλιβερούς αυτής οφθαλμούς εταστικώς προς τους ιδικούς μου, και είδον δύο δάκρυα κυλίσαντα επί των παρειών της.

– Ναι, Μάσιγγα, τη είπον τότε, ελπίζω.

– Και θα έλθης εις την Καλκούτταν. Δεν θα έλθης;

– Μαζί σου, απεκρίθην εγώ, μάλιστα. Αλλά ποτέ χωρίς σου!

– Και βέβαια μαζί μου! Ανέκραξεν εκείνη τότε φαιδρυνθείσα εκ νέου. Ακούεις, πηγαίνω εις την Καλκούτταν. Ολίγον καιρόν εις το Παρίσι, ολίγον εις το Λονδίνον, και έπειτα, καλό μας κατευόδιο!

Και εγέλασεν η Μάσιγγα εκ νέου, και έσφιξα την μικράν αυτής χείρα, και άφησα τα δάκρυά μου ελεύθερα, και κατήλθον χωρίς να βλέπω την αποβάθραν, και ερρίφθην εις την περιμένουσαν λέμβον. Το σκότος ήτο πυκνόν, μόνον επί τινας στιγμάς διέκρινα το μαντίλιόν της απαντών προς το ιδικόν μου…

Αγανάκτησις και θλίψις ήρχισε τότε να δεσπόζη εναλλάξ της ψυχής μου. Ηγανάκτουν κατά της συνήθους ευελπισίας και κουφότητός μου. ήτις μ' ενέπνευσε την αυταπάτην ότι και καλά αι προς εμέ περιποιήσεις του κ. Π. προήρχοντο εξ αληθούς εκτιμήσεως των πνευματικών μου ιδιοτήτων, εξ αγάπης, ως έλεγε, προς το τάλαντόν μου. Εθλιβόμην προς εμαυτόν, διότι και το τελευταίον ίνδαλμα της παρά τον Βόσπορον ευδαιμονίας εξηφανίζετο δια παντός, όπισθεν της παρακυψάσης σιδηράς ανιλεούς μορφής της πραγματικότητος.

– Θα ήτο χιλιάκις προτιμότερον, έλεγον κατ' εμαυτόν, να μη είχον επανίδει ποτέ την Μάσιγγαν. Ούτω θα υπελείπετο επί των νεκρών της φαντασίας μου κόσμων μία μικρά χρυσαλλίς προσπετομένη επί των λειψάνων του ερήμου παρελθόντος μετά της αυτής φαιδρότητος και ευτυχίας, μεθ' ης εφιλοπαιγμόνει ότε τα λείψανα εκείνα ήσαν ακόμη δροσερά και μυροβόλα άνθη ποιητικού Παραδείσου.

Έπειτα πάλιν εσκεπτόμην ότι ίσως δεν απώλετο έτι το παν. Ίσως προδίδω το καθήκον, ποδοπατώ την ευτυχίαν μου μη μεταβαίνων εις Καλκούτταν. Και δι' ενός της φαντασίας άλματος ευρισκόμην εν τω μέσω της σφριγώσης των Ινδιών φύσεως, αναπνέων τα μεθυστικά των ανθέων αυτής αρώματα, θαυμάζων τας πλατυφύλλους αυτής βανανέας, τας πελώριους συκάς, τους υψηλούς φοίνικας και όλα εκείνα τα φυτά και τα δένδρα, ων η χάρις και ο πλούτος απετέλεσαν τα θέλγητρα και τας αναπαύσεις της Εδέμ των ανατολικών λαών. Έβλεπον τα κιτρινωπά του γηραιού Γάγγου κύματα μεγαλοπρεπώς κυλιόμενα προ των οφθαλμών μου· τας ημιγύμνους των Ινδιών θυγατέρας επί της όχθης αυτού, επιθετούσας μετά θρησκευτικής προσοχής επί των αργών του υδάτων τα αναμμένα αυτών λυχνάρια, και παρακολουθούσας τον πλουν των λυχναρίων τούτων μετά παλμών καρδίας και δακρυβρέκτων ομμάτων, όπως ίδωσιν εάν ο εκλεκτός αυτών τας αγαπά. – Και έβλεπον μεταξύ αυτών μίαν προ πάντων, τόσον γνωστήν, τόσον οικείαν και τόσον εξέχουσαν των άλλων κατά την καλλονήν και το πνεύμα, ήτις και αύτη ετοποθέτει διά των λευκών δακτύλων της ευλαβώς έν μικρόν, ελαφρόν λυχνάριον επί των υδάτων του Γάγγου, και παρηκολούθει τας κινήσεις αυτού με τους ωραίους γαλανούς οφθαλμούς της, και έβλεπεν, ότι, όσω και αν απεμακρύνετο απ' αυτής το φλογίδιον του λύχνου, δεν εβυθίζετο, δεν εσβύνετο, και εσκίρτα ως δορκάς εξ αγαλλιάσεως, και ανεφώνει δακρύουσα, «με αγαπά! με αγαπά! θα πετάξω από τ η ν χ α ρ ά ν μ ο υ!» Και φλογερός πόθος διέκαιε την καρδίαν υπό τα στέρνα μου και απεφάσιζα απαρεγκλίτως να μεταβώ εις Καλκούτταν.

Αλλά τότε εφαντάσθην τον πατέρα της κόρης ταύτης καθήμενον προ εμού εντός πολυτελούς ινδικού περιπτέρου, παρά πλουσίαν τράπεζαν, εφ' ης έκαιεν υψηλός λύχνος ευγενούς πορσελάνης, κεκοσμημένος με τους φανταστικούς εκείνους δράκοντας και κροκοδείλους της ανατολικής τέχνης. Προ ημών και περί ημάς έκειντο ανοικτά τα οποία είδον κιβώτια πλήρη μεμβρανών και παπύρων, εξ ων λαμβάνων ο κ. Π. μοι ανεγίνωσκε τους στίχους της νεότητός του, γεγραμμένους κατά το μήκος της Μαχαβαράτας και της Ραμαϊάνας, αλλά κατά τον τρόπον της ομιλίας αυτού, καθ' ον το πρώτον ήμισυ πάσης επομένης προτάσεως ήτο το δεύτερον ήμισυ της προηγηθείσης!

– Ω, καλέ καγαθέ άνθρωπε! Δόξαν ινδικού ρ α κ ι ο σ υ ρ ρ α π τ ά δ ο υ εζήλωσας; Συ έχεις εις το ταμείον σου τους λαμπροτέρους ορμαθούς μαργαριτών και αδαμάντων – δεν αρκούν αυτοί να τέρψουν την φαντασίαν σου; Συ έχεις δημιουργήσει το τελειότερον ποίημα του κόσμου, την αφελή και ευφυή ταύτην θυγατέρα – δεν αρκεί αύτη όπως κορέση την φιλοδοξίαν σου; Αλλά φείσθητι καν εμού· φείσθητι εμού, όστις υπέστην δύο μηνών θαλασσοναυτίαν, μόνον και μόνον όπως την ιδώ εκ νέου. Περίμενε λοιπόν ολίγον, μη αρχίζεις αμέσως με την στιχοναυτίαν. Μη με υποβάλλεις εις Κολάσεως μαρτύρια, φιλοξενών με εν πλήρει Παραδείσω!

Έπειτα ενθυμήθην, ότι ο Παράδεισος εκείνος ήτον εστερημένος του Αγγέλου του. Ότι η Μάσιγγα δεν ήτο πλέον η Μάσιγγα, αλλά η κόμησσα του Plumpsium, δεδιδαγμένη εντελώς όλους τους τρόπους της υψηλής κοινωνίας, απομαθούσα όμως την αφέλειαν και χάριν της φύσεώς της· κεκοσμημένη υπό χρυσού και αδαμάντων, αλλά αποβαλούσα την ζωηρότητα και δραστηριότητά της, πλουσία εις παν άλλο, αλλ’ εστερημένη του ουρανίου εκείνου γέλωτος, αντί του οποίου τώρα διέστελλον τα χείλη της μόνον λέξεις, οίαι τα:

Ο χρυσός περισσός δεν ποιεί την ευτυχίαν την χαράν ημών,

και ωργίσθην κατά του α π η ν ο ύ ς πατρός, και απεφάσισα στερεώς και αμετακλήτως και δεν επήγα εις Καλκούτταν.

ΤΕΛΟΣ
Купите 3 книги одновременно и выберите четвёртую в подарок!

Чтобы воспользоваться акцией, добавьте нужные книги в корзину. Сделать это можно на странице каждой книги, либо в общем списке:

  1. Нажмите на многоточие
    рядом с книгой
  2. Выберите пункт
    «Добавить в корзину»