По требованию правообладателя эта книга недоступна для скачивания в виде файла.
Однако вы можете читать её в наших мобильных приложениях (даже без подключения к сети интернет) и онлайн на сайте ЛитРес.
Εξοχή άδενδρος. Κεραυνοί.
(Εισέρχονται εξ ενός αι ΤΡΕΙΣ ΜΑΓΙΣΣΑΙ και αφ' ετέρου η ΕΚΑΤΗ)
Τι έχεις, ω Εκάτη; τι εθύμωσες;
Και πώς να μη θυμώσω, ω βρωμόστριγλαις,
με την αυθάδειάν σας και την τόλμην σας!
Πώς λόγια με τον Μάκβεθ παιρνοδίδετε,
κ' εμέ, των μαγικών σας την δασκάλισσαν,
την μυστικήν τεχνήτραν κάθε βασκανίας,
ποτέ να λάβω μέρος δεν μ' εκράξετε
την τέχνην μας να δείξω εις την δόξαν της;
Το δε χειρότερόν σας, – ό,τι έγεινε,
δι' ένα φανταγμένον το εκάματε,
ένα διεστραμμένον κ' υπερήφανον. —
Κι' αυτός σας καλοπιάνει, όχι διά σας,
πλην διά τους σκοπούς του και τα τέλη του.
Πληρώσετε το λάθος! Φύγετ' απ' εδώ.
'ς το σπήλαιον να 'πάτε του Αχέρωνος!
Εκεί κ' εγώ θα έλθω αύριον πρωί.
Την Μοίραν του να μάθη θάλθη και αυτός.
Τα μαγγανεύματά σας ετοιμάσετε,
τα μάγια, τα κακκάβια κι' όλα τα λοιπά.
Ν' αναίβω έχω τώρα 'ς τα αιθέρια.
Αυτήν την νύκτα έχω, – πριν φανή το φως, —
φρικτόν να κάμω έργον και τεράστιον.
'Σ την άκρη της Σελήνης τρεμοκρέμεται
βαρειά κι' ατμούς γεμάτη μια σταλαγματιά.
Προτού να πέση κάτω θα την πιάσω 'γώ.
Θα την κατασταλάξω με τα μάγια μου,
να βγάλω από μέσα τα εξωτικά,
που η απατηλή των η εμφάνισις
τον Μάκβεθ θα τον κάμη να καταστραφή.
Τον Θάνατον, την Τύχην, δεν θα τα ψηφά·
θα υποβάλη όλα 'ς την ελπίδα του,
και φρόνησιν και φόβον και ευσέβειαν!
Εχθρός δε του ανθρώπου, – ο χειρότερος, —
είν' η απροβλεψία και η οίησις!
(Μουσική έσωθεν)
Με κράζουν! – Το μικρόν μου το δαιμόνιον,
εις σύννεφο επάνω παχνοσκέπαστο,
με περιμένει. (Εξέρχεται).
'Πάμε, 'πάμε γρήγορα!
Κι αυτή όπου κι αν ήναι ξαναέρχεται.
(Εξέρχονται).
Εν τω ανακτόρω εις Φόρες.
(Εισέρχονται ο ΛΕΝΩΞ και ο ΑΓΚΟΣ27 ).
Τα όσα είπα συφωνούν μ' όσα 'ς τον νουν σου είχες.
Μπορούσα κι' άλλα να ειπώ, σου λέγω μόνον ότι
συνέπεσαν παράδοξα τα πράγματα: Τον Δώγκαν
έκλαυσ' ο Μάκβεθ. – Μάλιστα, – αφού είχε αποθάνει.
Ο Βάγκος δε συνέπεσε να νυκτωθή 'ς τους δρόμους.
Αν αγαπάς, τον φόνον του 'ς τον Φληνς απόδωσέ τον,
αφού εξέφυγεν ο Φληνς. – Ποιος δε να μη το λέγη
ότ' ήσαν δύο τέρατα ο Δοναλβαίν κι' ο Μάλκολμ,
να σφάξουν τον πατέρα των! Αφορισμένη πράξις!
Και πώς το ελυπήθηκε ο Μάκβεθ! Δεν τον είδες
πώς ήναψε το αίμα του και ώρμησεν αμέσως
κ' εσκότωσε τους φύλακας, ενώ κ' οι δύο ήσαν
δούλοι ακόμη του πιοτού κ' αιχμάλωτοι του ύπνου;
Μη δεν το έκαμε καλά; – Και γνωστικά προς τούτοις!
Διότι ποιος δεν ήθελε μ' αυτούς αγανακτήσει
αν ήκουε να τ' αρνηθούν αυτοί κατόπιν; Ώστε
συνέπεσαν τα πράγματα περίφημα, σου λέγω.
Ως προς του Δώγκαν δε τους υιούς, 'ς το χέρι αν τους είχε
(και να μη δώση ο Θεός ποτέ του να τους έχη),
θα έβλεπαν το τι θα 'πή πατέρα να σκοτώσουν!
Κι' ο Φληνς θα τόβλεπε! – Αλλά, τα λόγια μας ολίγα.
Δι' ένα λόγον ο Μακδώφ απρόσεκτον, κ' επίσης
διότι 'ς το συμπόσιον δεν ήλθε του τυράννου,
καθώς μου λέγουν, έπεσεν εις την οργήν του τώρα.
Πού άρα γε κατέφυγε, είδησιν έχεις μήπως;
Του Δώγκαν ο διάδοχος, – τον θρόνον του οποίου
ο Μάκβεθ σφετερίζεται, – εις την Αγγλίαν μένει.
Ο δε καλός ο βασιλεύς εκεί, εις την αυλήν του
τόσον τον καλοδέχεται και τον περιποιείται,
ώστε η Μοίρα η κακή, με την καταδρομήν της
ποσώς δεν τον εξέπεσεν από τ' αξίωμά του.
Εκεί επήγε κι' ο Μακδώφ διά να ενταμώση
τον Εδουάρδον, και θερμά να τον παρακαλέση
τον άξιόν του στρατηγόν Σιβάρδον να μας στείλη,
ώστε μ' αυτήν την συνδρομήν, και με την προστασίαν
Εκείνου, που το έργον μας θα ευλογή εξ ύψους,
ν' αξιωθή καθένας μας να χαίρεται και πάλιν
'ς την τράπεζάν του την τροφήν, 'ς το στρώμα του τον ύπνον
χωρίς μαχαίρια κ' αίματα εις τα συμπόσιά μας, —
και νόμιμον να έχωμεν του τόπου βασιλέα
χωρίς ν' ατιμαζώμεθα απ' τας τιμάς που δίδει,
κι' ό,τι καθένας λαχταρεί να τ' αποκτήση πάλιν! —
Αλλά ο Μάκβεθ όλ' αυτά τα επληροφορήθη,
κ' εις τόσην αγανάκτησιν τον έφερε το πράγμα,
ώστε προετοιμάζεται να κάμη εκστρατείαν.
Και μήνυμα δεν έστειλεν εις τον Μακδώφ;
Ναι· όμως
ορθοκαταίβατ' ο Μακδώφ του απεκρίθη, Όχι!
Και σκυθρωπός ο μηνυτής εγύρισε ταις πλάταις
κ' εμούγκριζε 'σάν νάλεγε: Θα το μετανοήσης
ότι με την απόκρισιν αυτήν σου με φορτόνεις.
Αυτό να προφυλάττεται ίσως θα τον φωτίση
και όσον είναι γνωστικόν από εδώ ν' απέχη.
Ω! 'ς την Αγγλίαν άγγελος ας ήτο να πετάξη
να 'πή τα λόγια του Μακδώφ, προτού εκείνος φθάση,
ώστε χωρίς αναβολήν να έλθη σωτηρία,
'ς την γην αυτήν που τυραννεί κατηραμμένο χέρι!
Ευχαί μου θα συνώδευαν θερμαί το πέταγμά του!
Σπήλαιον. Εν τω μέσω αυτού λέβης βράζων. Κεραυνοί.
Εισέρχονται αι ΤΡΕΙΣ ΜΑΓΙΣΣΑΙ.
Η γάτα τρις ως τώρα ενιαούρισε.
Τρις 'μούγκρισε και μία ο σκανζόχοιρος.
Είν' ώρα, είναι ώρα, κράζει η Άρπυια!
Ελάτε· – 'ς το κακκάβι ολοτρίγυρα,
και μέσα τα φαρμάκια και τα μαγικά:
Κούβακας· – πέτρα κρύα τον επλάκονε
σωστά τριάντα ένα ημερόνυκτα,
και ίδρωσε φαρμάκι μέσ' 'ς τον ύπνο του· —
'ς την μαγευμένη βρύσι συ πρωτόβρασε!
Γύριζε, βάζε, βράζε, ανακάτονε.
Καίε φωτιά και τρίζε, κόχλαζε νερό!
Κοιλιά φειδιού του βάλτου, βράσε, φούσκωσε!
Να 'μάτι γουστερίτσας, πόδι βαθρακού,
πούπουλο νυχτερίδας, σαύρας δακτύλο,
πτερό της κουκουβάγιας, στόμα σκουληκιού,
και γλώσσα μανδροσκύλου, και οχειάς κεντρί!
Όλ' ανακατωθήτε και αφρίζετε,
να γείνη στοιχειωμένος διαβολοχυλός!
Γύριζε, βάζε, βράζε, ανακάτονε.
καίε φωτιά και τρίζε, κόχλαζε νερό!
Να λέπι από δράκο, δόντι λύκαινας,
δέρμ' από μούμια μάγας, λάμιας λάρυγγας,
νυκτοξερριζωμένο αψιθιάς κλαδί,
νεφρά βρωμο-Εβραίου, τράγου άντερο·
να και κομματιασμένα πριναρόκλαδα
που μ' έκλειψιν σελήνης εκλαδεύθηκαν·
να και Τατάρου χείλη, Τούρκου μύταρος
και δάκτυλ' από βρέφος, πόρνης γέννημα,
που τώρριξε 'ς τον τάφρο και το έπνιξε. —
Να βράση να χυλώση τ' ανακάτωμα! —
Να κι' άντερ' από τίγριν· βάλε τα κι' αυτά
νάχη απ' όλα μέσα το κακκάβι μας!
Γύριζε, βάζε, βράζε, ανακάτονε.
Καίε φωτιά και τρίζε, κόχλαζε νερό!
Και τώρα ράντισέ το μ' αίμα της μαϊμούς,
να πήξη, να κρυώση το μαγόβρασμα.
(Εισέρχεται η ΕΚΑΤΗ)
Καλά! τον έπαινόν μου τον αξίζετε.
Θα έχετε 'ς τα κέρδη όλαις μερτικό.
Του κακκαβιού τον γύρον τώρα κάμετε,
και 'σαν στοιχειά, 'σάν Μοίραις, 'σάν Νεράιδες
κι αι τρεις χειροπιασμέναις τραγουδήσετε.
(Μουσική και ψαλμωδία. Η ΕΚΑΤΗ απέρχεται).
Το δάκτυλο με τρώγει· κάποιος έρχεται.
Ανοίξετε, ω θύραις, όποιος κι' αν κτυπά!
(Εισέρχεται ο ΜΑΚΒΕΘ)
Εσείς, μεσονυκτιάτικαις, κρυφαίς και μαύραις στρίγλαις,
τι πολεμάτε;
Όνομα το έργον μας δεν έχει!
Σας εξορκίζω, μα αυτήν την μυστικήν σας τέχνην,
απ' όπου κι' αν σας έρχεται, να με αποκριθήτε!
Και αν από τα χέρια σας οι άνεμοι λυμένοι
λυσσομανούν και μάχωνται με τα καμπαναριά μας,
κι' αν καταπίνη καραβιαίς το αφρισμένο κύμα,
και αν κυλιούνται κατά γης τα γεμισμένα στάχυα,
τα δένδρ' αν ξερριζόνωνται, αν σχίζωνται τα κάστρα,
κ' επάνω αν κρημνίζωνται 'ς τους φυλακάτωράς των,
κι' αν γέρνουν τα κεφάλια των παλάτια, πυραμίδες,
ως που να σμίξ' η κορυφή με τα θεμέλιά των,
κι' όλ' η σπορά της φύσεως αν γείνη άνω κάτω,
εσείς αποκριθήτε με εις ό,τι κι' αν 'ρωτήσω!
Ερώτησέ μας!
Λάλησε!
Απόκρισιν θα λάβης!
Την θέλεις την απόκρισιν απ' τα 'δικά μας χείλη,
ή θέλεις ανωτέρους μας;
Να τους ιδώ! Ας έλθουν!
Να αίμα μέσα σκρόφας, όπου έφαγε
και τα εννηά παιδιά της, μία γέννα της·
να κ' εις την φλόγα 'ξύγγι, όπου έσταξε
από φονηά κρεμάλα.
Έλα, πρόκαμε!
Όπου κι' αν ήσαι τώρα, χαμηλά, 'ψηλά,
δείξε μας την μορφήν του και την τέχνην σου!
(Κεραυνοί. Πρώτη οπτασία. Κεφαλή ένοπλος).
Άγνωστη Δύναμις, ειπέ…
'Ξεύρει 'ς τον νουν τι έχεις.
Άκουε μόνον, μη λαλής!
Ω Μάκβεθ! Μάκβεθ! Μάκβεθ!
φυλάξου από τον Μακδώφ. – Αρκεί. Απόλυσέ με.
(Βυθίζεται εντός της γης).
Ό,τι κι' αν ήσ', ευχαριστώ διά την συμβουλήν σου·
ταιριάζει με τους φόβους μου. Μίαν ακόμη λέξιν…
Δεν δέχεται προστάγματα. Έρχεται άλλος τώρα
ακόμη πλέον ισχυρός.
(Κεραυνός. Δευτέρα οπτασία. Βρέφος αιματόφυρτον).
Ω Μάκβεθ! Μάκβεθ! Μάκβεθ!
Αν είχα και αυτιά τριπλά θα σ' ήκουα και πάλιν!
Έχε και δίψαν αίματος κι' απόφασιν και τόλμην,
και μη ποτέ σου φοβηθής την δύναμιν ανθρώπου,
διότι γέννα γυναικός ποτέ δεν θα σε βλάψη!
(Βυθίζεται).
Τότε λοιπόν ζήσε, Μακδώφ! Προς τι να σε φοβούμαι;
Αλλ' όμως την ασφάλειαν να την διπλώσω θέλω,
και να κρατώ ενέχυρον από την Ειμαρμένην.
Δεν σου χαρίζω την ζωήν, διά να έχω λόγον
τον φόβον τον χλωμόκαρδον να τον κηρύξω ψεύτην,
κι' ο Ύπνος να μου έρχεται και αν βροντά κι' αστράπτη
(Κεραυνός. Τρίτη οπτασία. Βρέφος εστεμμένον, κρατούν εις χείρας δένδρον).
Τι είν' αυτό που 'πρόβαλε, 'σάν τέκνον βασιλέως,
και του στολίζει ο χρυσός της βασιλείας κύκλος
το βρεφικόν του μέτωπον:
Σιώπα κι' άκουέ το!
Έχε ανδρείαν λέοντος και μη φοβού κανένα.
Συνωμοσίαν μη ψηφάς, ή γογγυσμούς, ή στάσιν!
ο Μάκβεθ δεν θα νικηθή, εκτός εάν κινήση
'ς την Δουνσινάνην ν' αναιβή το δάσος της Βερνάμης!
(Βυθίζεται)
Δεν γίνεται! ποιος ημπορεί τα δάση ν' αγγαρεύση;
ποιος είν' εκείνος που 'μπορεί το δένδρον να προστάξη
από της γης την αγκαλιά την ρίζα του να 'βγάλη;
Ω προμαντεύματα γλυκά! Ωραία! Ω χαρά μου!
Δεν θα σηκώσης κεφαλήν ποτέ, Αποστασία,
εκτός αν πρώτα σηκωθή το δάσος της Βερνάμης· —
κι' ο Μάκβεθ εις τον θρόνον του γερά στερεωμένος
βίον θα ζήση ευτυχή, ως πού να έλθ' η ώρα
τον φόρον του 'ς της φύσεως τον νόμον να πληρώση!
Αλλ' η καρδιά μου λαχταρεί να μάθω ένα πράγμα·
ειπήτε – αν η τέχνη σας έως εκεί πηγαίνη, —
εις το βασίλειον αυτό η γενεά του Βάγκου
θα βασιλεύση;
Μη ζητής πλειότερα να μάθης!
Ειπήτε μου! Το απαιτώ! Αν μου το αρνηθήτε,
ανάθεμα αιώνιον επάνω σας να πέση!..
Βυθίζονται τα μάγια σας;… Τι κρότος είναι τούτος;
(Βυθίζεται εντός της γης ο λέβης. Ακούονται αυλοί).
Ελάτε!
Ω! ελάτε!
Ω! Ελάτ' εδώ!
Ελάτε να φανήτε εις τα 'μάτια του,
ελάτε την καρδιά του να την καύσετε.
Ωσάν σκιαί φανήτε, φύγετ' ως σκιαί!
(Εμφανίζονται αλληλοδιαδόχως αι σκιαί οκτώ βασιλέων, ο έσχατος των οποίων κρατεί κάτοπτρον εις χείρας. Τελευταίον έπεται το φάσμα του ΒΑΓΚΟΥ).
Ω! Είσαι απαράλλακτον το φάντασμα του Βάγκου!
Φύγ' απ' εδώ! Το στέμμα σου τα 'μάτια μου τα καίει! —
Εσύ δευτέρα κεφαλή χρυσοστεφανωμένη,
έχεις τα ίδια τα μαλλιά ωσάν την πρώτην… Κι' άλλη,
ίδια κι αυτή! – Βρωμόστριγλαις, τι φέρνετε εμπρός μου.
Και τέταρτος! …Ω 'μάτια μου, χυθήτε! …Η σειρά
με μόνην την συντέλειαν του κόσμου θα τελειώση;…
Κι' άλλος! ακόμη! Κ' έβδομος! …Άλλο να ιδώ δεν θέλω.
Ιδού και άλλος, και κρατεί καθρέπτην, και μου δείχνει
και άλλους μέσα βασιλείς πολλούς… και μερικοί των
τριπλόν διάδημα φορούν, τρία 'ς τα χέρια σκήπτρα29!..
Θέα φρικτή! Αληθινά είν' όλ' αυτά, το βλέπω!
διότ' ιδού, το φάντασμα αιματοκυλισμένον
του Βάγκου με χαμογελά, και μου τους δείχνει όλους,
'σάν να μου λέγη: Βλέπε τους, είναι η γενεά μου.
(Εξαλείφονται αι οπτασίαι).
Αλήθεια ήσαν όλ' αυτά;
Αλήθεια είναι όλα. Όμως διατί
τον Μάκβεθ τόσον θάμβος εκυρίευσε;
Ας δώσωμεν 'ς τον νουν του διασκέδασιν
και όλα τα καλά μας ας του δείξωμεν.
Μαγεύω τον αέρα και λαλεί εγώ,
ενώ χεροπιασμέναις σεις χορεύετε,
να μας ιδή ο μέγας βασιλεύς αυτός
με τι χαράν και σέβας τον δεχόμεθα!
(Μουσική. Αι Μάγισσαι χορεύουσι και μετά ταύτα εξαλείφονται).
Πού είναι; 'χάθηκαν; – Αυτή η κολασμένη ώρα
με μαύρα γράμματ' ας γραφή 'ς του Χρόνου το βιβλίον
'ς αιώνιον ανάθεμα! – Συ εκεί έξω, έλα!
(Εισέρχεται ο ΛΕΝΩΞ)
Αυθέντα τι επιθυμείς;
Ταις Μάγισσαις, ταις είδες;
Δεν είδ', αυθέντα, τίποτε.
Δεν 'πέρασαν εμπρός σου;
Όχι αυθέντ', αληθινά, δεν είδα!
Μολυσμένος
απ' όπου κι' αν επέρασαν να μείνη ο αέρας,
και όποιος ταις πιστεύεται αναθεματισμένος! —
Μ' εφάνηκε να ήκουσα ποδόκτυπον αλόγων.
Ποιος ήλθε;
Ήλθαν δύο τρεις την είδησιν να φέρουν,
ότι επήγεν ο Μακδώφ κρυφά εις την Αγγλίαν.
Εις την Αγγλίαν; …ο Μακδώφ!
Ναι, σεβαστέ αυθέντα.
Α! Ο Καιρός επρόλαβε τα κατορθώματά μου!
Πετά και φεύγει ο σκοπός, ανίσως δεν πετάξη
συγχρόνως κ' η εκτέλεσις! Εις το εξής, τ' ομνύω,
ό,τι ο νους γεννά, ευθύς το χέρι θα το κάμη!
Ιδού! Ευθύς τον στοχασμόν θα στεφανώσω μ' έργα!
Το είπα και το έκαμα! Εις του Μακδώφ το κάστρον
θα καταπέσω έξαφνα, θα του το κυριεύσω,
θα του περάσω απ' το σπαθί γυναίκα του, παιδιά του,
κάθε κακότυχο κορμί που συγγενή τον έχει.
Μεγάλα λόγια περιττά! Το πράγμα θα τελειώση,
προτού προφθάση ο σκοπός αυτός μου να κρυώση!
Αλλ' όχι πλέον φάσματα!.. Πού είν' αυτοί που ήλθαν;
Εμπρός! τον δρόμον δείξε μου.
(Εξέρχονται).
Εν τω μεγάρω του ΜΑΚΔΩΦ, εις Φάιφ.
(Εισέρχονται η ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ, ο ΥΙΟΣ της και ο ΡΩΣ).
Τι έπταισε; Η βία του ποια ήτο να ξεφύγη;
Χρειάζεται υπομονή!
Εκείνος δεν την είχε!
Τρέλλα του ήτο καθ' αυτό να φύγη. Με τους φόβους,
αν όχι με τα έργα μας, γινόμεθα προδόται!
Δεν 'ξεύρεις αν τον ώθησε φόβος ή γνώσις.
Γνώσις!
Ν' αφήση την γυναίκα του, ν' αφήση τα παιδιά του,
το κάστρο του, τους τίτλους του, εκεί απ' όπου φεύγει!
Α! όχι, δεν μας αγαπά· – το έμφυτον δεν τόχει,
κι' ο τρυποφράκτης ο μικρός, μικρότερος απ' όλα
τ' άλλα πουλάκια, πολεμά κι' αυτός την κουκουβάγια
ανίσως κ' έχει τα μικρά εις την φωληά του μέσα!..
φόβος τα πάντα· τίποτε δεν 'ζύγισ' η αγάπη·
κ' η γνώσις ολιγώτερoν· διότι το να φύγη
δεν ήτο γνώσις βέβαια!
Καλή μου εξαδέλφη,
κυβέρνησε την λύπην σου. Ο άνδρας σου, το 'ξεύρεις,
είν' ευγενής και γνωστικός και φρόνιμος, και κρίνει
πόθεν ο άνεμος φυσά· άλλο να 'πώ δεν θέλω,
αλλ' είναι δύσκολοι καιροί αυτοί οπού περνούμεν,
ενόσω εν αγνοία μας γινόμεθα προδόται,
ενόσω τι φοβούμεθα κανείς μας δεν το 'ξεύρει,
και με τους φόβους του καθείς παρεξηγεί την φήμην,
και όλοι αρμενίζομεν εις άγρια πελάγη
όπου και όπως μας κυλά το ταραγμένον κύμα!
έχε υγείαν· γρήγορα θα ξαναέλθω πάλιν.
εις του κακού το έπακρον τα πράγματ' άμα φθάσουν,
παύουν, ή 'ς τα πρώτα των θ' αρχίσουν να γυρίζουν. —
Παιδάκι μου, ο Ύψιστος 'ς την σκέπην του να σ' έχη!
Πατέρα έχει το πτωχό, και είν' ωρφανευμένο.
Δεν ημπορώ να κρατηθώ. Υγίαινε. Αν μείνω
θα μ' εντροπιάση η λύπη μου και σε θα σε ταράξη.
(Εξέρχεται)
Απέθαν' ο πατέρας σου, και τώρα τι θα γείνης,
και πώς θα ζήσης;
Όπως ζουν και τα πουλάκια, μάννα.
'Σάν τα πουλάκια; Πώς; Και συ με μυίγαις, με σκουλήκια
Με ό,τι εύρω. Μη κι' αυτά δεν ζουν με ό,τι εύρουν;
Καϋμένο συ πουλάκι μου! Και ούτε θα φοβήσαι
παγίδα, δίκτυ, 'ξόβεργα;
Να φοβηθώ τι έχω;
Με όλ' αυτά δεν κυνηγούν μικρά μικρά πουλάκια. —
Δεν 'πέθαν' ο πατέρας μου, και ό,τι θέλεις λέγε!
Απέθανε, παιδάκι μου, και πού θα εύρης άλλον;
Και συ, μαννούλα μου καλή, πού θαύρης άλλον άνδρα;
Όπου κι' αν 'πάγω είκοσι, αν θέλω, αγοράζω.
Να τους πουλήσης;
Φλυαρείς όσον ο νους σου κόπτει.
Και όμως κόπτει κάμποσον.
Προδότης είν' αλήθεια,
μητέρα, ο πατέρας μου;
Ναι.
Τι θα 'πή προδότης;
Κείνος που επάτησε τους όρκους του.
Και όλοι,
όσοι το έκαμαν αυτό, όλοι προδόται είναι;
Ναι· κι' όλοι θέλουν κρέμασμα.
Όσοι πατήσουν όρκους
κρέμασμα θέλουν;
Όλοι των!
Και ποιος θα τους κρεμάση;
Οι άνθρωποι οι χρήσιμοι.
Όσοι πατούν τους όρκους
είναι ανόητοι λοιπόν· διότι έχει τόσους,
που τους χρησίμους έφθαναν αυτοί να τους κρεμάσουν.
Εσύ, μαϊμού! – Ώ! του Θεού την ευλογίαν νάχης! —
Πλην τι θα γείνης, πώς θα ζης χωρίς πατέρα τώρα;
Α, μάννα, θα τον έκλαιες αν ήτο 'πεθαμένος.
Κι' αν δεν τον έκλαιες, αυτό θα ήτο το σημείον
ότι πατέρα γρήγορα καινούριον θα μου εύρης.
Πώς φλυαρείς, πολυλογά!
(Εισέρχεται ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ)
Αρχόντισσα καλή μου,
δεν με γνωρίζεις, αλλ' εγώ ποια είσαι το γνωρίζω·
φοβούμαι ότι κίνδυνος σου έρχεται μεγάλος.
Ενός ανθρώπου ταπεινού την γνώμην άκουσέ την
εδώ μη τύχη κ' ευρεθής! Να πάρης τα μικρά σου
και φύγετε! Είμαι σκληρός να σε τρομάζω τόσον,
αλλά θα ήτο φοβερόν χειρότερα να πάθης…
και σ' έρχονται χειρότερα! – Θεός να σε φυλάξη!
Δεν μένω περισσότερον, Φοβούμαι!
(Εξέρχεται)
Πού να φύγω;
Εγώ δεν έκαμα κακόν. – Πλην λησμονώ ότ' είμαι
'ς τον κόσμον τον επίγειον, όπου κακόν να κάμνης
είναι συχνά επαινετόν, το δε καλόν να κάμνης
το λογαριάζουν κάποτε ως κινδυνώδη τρέλλαν.
Λοιπόν κ' εγώ, αλλοίμονον, τι όφελος προσμένω;
από την υπεράσπισιν αυτήν την γυναικείαν,
ότι δεν έκαμα κακόν;
(Εξέρχονται ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ)
Τι είσθε, τι ζητείτε;
Πού είν' ο άνδρας σου;
Εκεί, με του Θεού την χάριν,
όπου δεν φθάνετε ποτέ, εσύ κ' οι όμοιοί σου,
Είναι προδότης!
Ψεύδεσαι, βρωμο-αναμαλλιάρη!
Εσύ, προδότου γέννημα!
(Τον πληγόνει)
Μ' εσκότωσε, μητέρα!
Ω! φύγε συ!
Βοήθεια!
(Εξέρχονται οι ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ διώκοντες αυτήν)
(Εξέρχεται κράζουσα).
Εν Αγγλία. Έμπροσθεν του βασιλικού ανακτόρου.
(Εισέρχονται ο ΜΑΛΚΟΛΜ και ο ΜΑΚΔΩΦ).
Ω! έλα να καθίσωμεν παράμερα 'ς τον ίσκιο,
κι' ας ξεθυμάνη εις δάκρυα η πίκρα της καρδιάς μας.
Καλλίτερα ν' αδράξωμεν το φονικό σπαθί μας,
κι' ας τρέξωμεν 'ς τον τόπον μας τον καταπατημένον,
ωσάν γενναίοι άνθρωποι! Αυγή δεν ανατέλλει
που χήρες δεν μοιρολογούν και ορφανά δεν κλαίουν,
που νέος θρήνος 'ς τ' ουρανού την όψιν δεν ξεσπάνει· —
κι' αντιλαλεί ο ουρανός 'σάν να πονή μαζί μας
και κάθε λύπης συλλαβήν κι' αυτός αντιβοΰζει!
Όσα πιστεύω τα θρηνώ, πιστεύω όσα 'ξεύρω, —
και όσα επιδέχονται διόρθωσιν, την ώραν
αρκεί να εύρω βοηθόν, και θα τα διορθώσω!
Τα όσα λέγεις, πιθανόν να ήναι όπως λέγεις.
Αυτός, όπου την γλώσσαν μας την καίει τ' όνομά του,
ο τύραννος, ένα καιρόν ως έντιμος 'περνούσε·
τον είχες φίλον ακριβόν· δεν σ' έβλαψεν ως τώρα. —
Άπειρος νέος είμ' εγώ, αλλ' ίσως είναι τρόπος
να γείνω μέσον, δούλευσιν να κάμης εις εκείνον!
Ίσως κ' η γνώσις τ' απαιτεί, κανείς να θυσιάση
ένα πτωχό κι' αδύνατο και άκακο αρνάκι,
διά να παύση την οργήν Θεού αγριωμένου.
Δεν είμ' εγώ επίβουλος!
Ο Μάκβεθ όμως είναι,
κ' εις βασιλέως προσταγήν 'μπορεί να υποκλίνη
και άνθρωπος ενάρετος. – Αλλά συμπάθησέ με. —
Οι στοχασμοί μου δεν αρκούν διά ν' αλλάξης φύσιν.
Οι Άγγελοι αιώνια φωτοβολούν και λάμπουν,
ακόμη κι' αν αμάρτανε ο φωτεινότερός των!
Της Αρετής το πρόσωπον το παίρνει η Αχρειότης,
πλην δεν αλλάζει δι' αυτό της Αρετής η όψις.
Α! Χάνω την ελπίδα μου!
Ίσως εκεί την χάνεις
όπου εγώ του δισταγμού την αφορμήν ευρίσκω.
Πώς έξαφνα παραίτησες γυναίκα και παιδιά σου,
τα όντα τα πολύτιμα, τα καρδιακά δεσμά σου,
και ούτε καν εστάθηκες να τ' αποχαιρετήσης! —
Παρακαλώ, αν δύσπιστον με βλέπης, μη το πάρης
ως της τιμής σου προσβολήν, αλλ' ως προφύλαξίν μου.
Μπορεί να ήσαι αγαθός, όσον και αν διστάζω.
Κυλίσου μέσ' 'ς τα αίματα, πατρίς δυστυχισμένη!
Ω τυραννί' αγέρωχη, γερά θεμελιώσου
αφού δεν έχεις 'ς το εξής της αρετής τον φόβον!
Μη κρύπτεσαι· οι τίτλοι σου δεν σου φιλονεικούνται! —
Αυθέντα, σ' αποχαιρετώ! Δεν ήθελα να ήμαι
ο άθλιος που με θαρρείς, κι' αν ήτο ν' απολαύσω
τα κράτη που ο τύραννος 'ς τα νύχια του σπαράζει,
κι' όλους της γης τους θησαυρούς μαζί!
Δεν σε προσβάλλω,
και μόνον από φόβον σου δεν είναι όσα είπα.
Πιστεύω ότι ο ζυγός βαρύνει την πατρίδα·
τρέχει το αίμα της· πονεί· στενάζει· κάθε 'μέρα
και μία νέα μαχαιριά νέαν πληγήν ανοίγει.
Χέρια πολλά να σηκωθούν διά τα δίκαιά μου,
το 'ξεύρω, δεν θα έλειπαν. Κ' εδώ απ' την Αγγλίαν
χιλιάδες μου προσφέρονται. – Κι' αν όμως του τυράννου
την κεφαλήν αξιωθώ να την ποδοπατήσω,
ή να την έχω κρεμαστήν επάνω 'ς το σπαθί μου,
με τούτο της πατρίδος μας τα πάθη δεν τελειόνουν.
Διότι και χειρότερα να υποφέρη έχει
απ' τον διάδοχον αυτού.
Ποίον διάδοχόν του;
Περί εμού σε ομιλώ, εμού οπού γνωρίζω
εντός μου ελαττώματα συσσωρευμένα τόσα,
ώστε αν έβγουν εις το φως, έως κι' ο μαύρος Μάκβεθ
άσπρος 'σάν χιόνι θα φανή, – το δε πτωχόν μας Κράτος
θα τον νομίζη ως αρνί, όταν θα τον συγκρίνη
με όσα εξ αιτίας μου δεινά θα υποφέρη.
'Σ τα στίφη της Κολάσεως τα φοβερά δεν έχει
δαίμονα τόσον τρομερόν, ώστε να ξεπεράση
τον Μάκβεθ!
Είναι, συμφωνώ, εκείνος αιμοβόρος,
ευπαθής, φιλάργυρος, απατεών και ψεύτης,
είναι θυμώδης, πονηρός· κακία δεν υπάρχει
να μη την έχη και αυτήν! Αλλ' η ασέλγειά μου
δεν έχει όρια. Ποτέ, ποτέ δεν θα μου φθάσουν,
γυναίκες, θυγατέρες σας, παρθένοι, 'πανδρευμέναι,
το βάραθρον των πόθων μου να μου το 'ξεχειλίσουν,
κι' ούτε ποτέ θ' αντισταθή φραγμός 'ς την όρεξίν μου!
παρ' ένας τέτοιος βασιλεύς καλλίτερα ο Μάκβεθ!
Κι η άκρατη ασέλγεια μια τυραννία είναι.
Συνέβη εξ αιτίας της και βασιλείς να πέσουν
και πρόωρα να κενωθούν ευτυχισμένοι θρόνοι.
Μη διά τούτο στερηθής το ό,τι σου ανήκει.
Την όρεξίν σου εύκολα θα εύρης να χορτάσης,
και να περνάς ως εγκρατής και να γελάς τον κόσμον.
Καλόβολαις αρχόντισσαις δεν λείπουν· μη σε μέλει
Δεν είναι τρόπος όρνεον εντός σου να υπάρχη
τόσον πολύ αρπακτικόν, που να καταβροχθίση
όσαις θα τρέξουν να δοθούν 'ς τον κάτοχον του θρόνου.
άμα ιδούν την κλίσιν του.
Δεν είναι μόνον τούτο,
αλλά κοντά εις τα αισχρά τα φυσικά μου τ' άλλα
υπάρχει και ακόρεστη πλεονεξία, ώστε
αν εγινόμην βασιλεύς θα μ' έβλεπες να κόπτω
τους άρχοντας του κράτους μου διά τα κτήματά των.
Ενός το σπίτι θα φθονώ, του άλλου τα διαμάντια,
και κάθε μου απόκτησις ορεκτικόν θα ήναι
να μου κεντά την όρεξιν, – και θα ζητώ προφάσεις
να πιάνωμαι με τους χρηστούς και τους πιστούς αδίκως,
και θα τους παίρνω την ζωήν, τα πλούτη των ν' αρπάξω.
Ριζοβολεί βαθύτερα η φιλοχρηματία,
φυτρόνει στερεώτερα τα βλαβερά κλαδιά της
και από την ασέλγειαν ακόμη, και εστάθη
αυτή αιτία να σφαγούν πολλοί μας ηγεμόνες.
Πλην μη φοβού. Είν' άπειρα τα πλούτη της Σκωτίας·
να σε χορτάσουν ημπορούν κι' όσα σ' ανήκουν μόνα.
Κοντά εις άλλας αρετάς υποφερτά τα πάντα!
Καμμιάν δεν έχω! – Αρετήν βασιλικήν καμμίαν!
Πραότης, φιλαλήθεια, φιλοδικαιοσύνη,
σεμνότης, επιείκεια και γενναιοδωρία,
ευσέβεια, υπομονή, ανδρεία, καρτερία,
μου είναι ξένα όλα των. Κάθε κακίαν όμως,
εις όλην της την έκτασιν και δύναμιν, την έχω!
Εάν μου ήτο δυνατόν, θα έχυνα προθύμως
μέσα 'ς τον Άδην το γλυκύ της ομονοίας γάλα,
την ησυχίαν του παντός να φέρω άνω κάτω
κι' από το πρόσωπον της γης να διώξω την ειρήνην!
Σκωτία, ω Σκωτία μου!
Όπως σου λέγω είμαι.
Αν με νομίζης άξιον να κυβερνώ ειπέ το!
Να κυβερνάς; – Ούτε να ζης! – Πατρίς δυστυχισμένη,
με τύραννον παράνομον 'ς το αίμα θρονιασμένον,
πότε, ω! πότε θα ιδής καλάς ημέρας πάλιν,
αφού αυτός, του θρόνου σου το γνήσιον βλαστάρι,
τον εαυτόν του μόνος του τον αναθεματίζει
και βλασφημεί το γένος του και την καταγωγήν του! —
Ο Δώγκαν, ο πατέρας σου, αγίασε 'ς τον θρόνον,
κ' η μάννα που σ' εγέννησε, εις όλην την ζωήν της
συχνότερα 'ς τα γόνατα παρά 'ς τα πόδια ήτον
και καθ' ημέραν κι' ώραν της απέθνησκε31! – Θα φύγω!
Τα όσα καταμαρτυρείς κατά του εαυτού σου,
από τον τόπον όπου ζης εμένα μ' εξορίζουν.
Ω! ετελείωσεν εδώ, καρδιά μου, η ελπίς σου!
Μακδώφ γενναίε κι' αγαθέ, ο ευγενής θυμός σου
εις την ψυχήν μου έσβυσε τους δισταγμούς τους μαύρους,
κι' αποδεικνύει την τιμήν, την ειλικρίνειάν σου!
Ο Μάκβεθ ο παμπόνηρος μ' αυτά συχνά τα μέσα
να στήση επροσπάθησε παγίδα να με πιάση,
ώστε η γνώσις τ' απαιτεί ν' αργώ να δίδω πίστιν.
Αλλ' όμως, μάρτυς ο Θεός να ήναι μεταξύ μας,
αφίνομαι 'ς τα χέρια σου από εδώ και πέρα.
Τα όσα εναντίον μου σου είπα, τα ξελέγω.
Αποκηρύττω όσα κακά κι' όσας κατηγορίας
εφόρτωσα επάνω μου. Μου είναι όλα ξένα!
Γυναίκα δεν εγνώρισα, επίορκος δεν είμαι,
δεν επεθύμησα ποτέ ούτε 'δικόν μου πράγμα,
ποτέ μου δεν επάτησα τον λόγον τον δοσμένον,
δεν θέλω κ' ένα δαίμονα 'ς τον άλλον να προδώσω,
κ' ίσα μ' αυτήν μου την ζωήν λατρεύω την αλήθειαν!
Πρώτον μου ψεύδος είν' αυτό, κατά του εαυτού μου.
Αυτός που είμ' αληθινά, ιδού με, ιδικός σου
και δούλος της πατρίδος μας εις ό,τι διατάξη.
Πριν έλθης εξεκίνησεν ο γέρων ο Σιβάρδος·
δέκα χιλιάδες μαχηταί μαζί του εκστρατεύουν.
Πηγαίνωμεν κατόπιν των, και άμποτε να ήναι
τόσον η τύχη μας καλή, όσον το δίκαιόν μας!
Τι σιωπαίνεις;
Δύσκολον ο νους να συμβιβάση
τόσα πολλά δυσάρεστα κ' ευχάριστα συγχρόνως.
(Εισέρχεται ΙΑΤΡΟΣ)
Παρακαλώ, ο βασιλεύς σκοπεύει να εξέλθη;
Εξέρχεται! Ένας σωρός κορμιά δυστυχισμένα
προσμένουν απ' το χέρι του να λάβουν θεραπείαν.
Το πάθος των την δύναμιν της τέχνης υπερβαίνει,
αλλά η χάρις του Θεού 'ς το χέρι του εδόθη
και όλοι θεραπεύονται ευθύς που τους εγγίση.
Ευχαριστώ, καλέ ιατρέ.
(Εξέρχεται ο ΙΑΤΡΟΣ).
Τι είν' αυτό το πάθος;
Το λέγουν πάθος πονηρόν. Θαυματουργεί αλήθεια
ο βασιλεύς ο αγαθός αυτός! Συχνά το είδα
απ' τον καιρόν που έφθασα εδώ εις την Αγγλίαν.
πώς έλαβε το χάρισμα ο Θεός μόνος 'ξεύρει!
Παθιασμένοι έρχονται, πρησμένοι, πληγωμένοι,
ελεεινοί, απ' τους ιατρούς απηλπισμένοι όλοι,
εκείνος νόμισμα χρυσούν κρεμνά εις τον λαιμόν των
και τους διαβάζει μίαν ευχήν, και θεραπεύοντ' όλοι.
Αυτό το θείον χάρισμα θα το κληρονομήσουν,
καθώς με εβεβαίωσαν, και οι διάδοχοί του32.
Εκτός αυτού, την δύναμιν να προφητεύη έχει,
κ' άλλαι πολλαί τον θρόνον του στολίζουν ευλογίαι,
σημεία θείας χάριτος!
(Εισέρχεται ο ΡΩΣ)
Ποιος είν' αυτός πού ήλθε;
Πατριώτης φαίνεται, αλλά δεν τον γνωρίζω.
Εσύ εδώ, εξάδελφε καλέ μου! Καλώς ήλθες!
Α! τώρα τον εγνώρισα! – Θεέ μου, μη βραδύνης
να παύσης τα εμπόδια όπου μας κάμνουν ξένους!
Αμήν, αμήν, αυθέντα μου!
Πώς είναι η Σκωτία;
Πατρίς καϋμένη! Δεν τολμά κι' αυτή να εξετάση
πώς είναι. Ως μητέρα μας να μη την θεωρώμεν
αλλά ως τάφον μας, – αφού ποτέ μειδίαμα δεν βλέπεις
παρά 'ς τα χείλη των νεκρών, – αφού τα μοιρολόγια
και οι κλαυθμοί κ' οι οδυρμοί ξεσχίζουν τον αέρα
κι' ακούοντ' ακατάπαυστα, πλην δεν παρατηρούνται, —
αφού κατήντησε συρμός ο σπαραγμός της λύπης!
Μόλις 'ρωτούν ποιος 'πέθανε όταν κτυπά καμπάνα.
Οι άνθρωποι μαραίνονται ταχύτερ' από τ' άνθη
και τους πλακόνει θάνατος, πριν τους πλακώση αρρώστια!
Περιγραφή ελεεινή και πιστοτάτη όμως!
Τι ήτο το δυστύχημα το τελευταίον, 'πέ μας.
Εκείνα που συνέβησαν εντός μιας ώρας μόνον
κανείς αν έχη να τα 'πή, η γλώσσα του μαλλιάζει.
Κάθε στιγμή οπού περνά γεννοβολά και νέα!
Πώς είνε η γυναίκα μου;
Καλά!
Και τα παιδιά μου;
Επίσης!
Μου τους άφησεν ο τύραννος ησύχους;
Οπόταν έφυγ' απ' εκεί τους άφησα ησύχους.
Μη μου φιλαργυρεύεσαι τα λόγια σου! Τι τρέχει;
Οπόταν έφευγ' απ' εκεί να έλθω να σας φέρω
τα νέα, 'πού το βάρος των πλακόνει την καρδιά μου,
ηκούσθη ότι μερικοί 'σηκώθηκαν 'ς τα όπλα.
Το πράγμα δε απίθανον διόλου δεν μ' εφάνη,
διότι τας δυνάμεις του ο τύραννος συνάζει.
Καιρός να βοηθήσετε! Μία 'ματιά σας μόνη,
κι' όλ' η Σκωτία παρευθύς θα σηκωθή 'ς τα όπλα!
ακόμη κ' αι γυναίκες μας θα οπλισθούν κ' εκείναι
να λυτρωθούν απ' τα δεινά κι' από τα βάσανά των!
Παρηγορήσου κ' ήλθαμεν! Μας έδωκ' η Αγγλία
δέκα χιλιάδες στράτευμα και τον καλόν Σιβάρδον.
Άλλον δεν έχει στρατηγόν η Χριστιανοσύνη
με τόσην πείραν κι' αρετήν!
Ω! Είθε να 'μπορούσα
καθώς με παρηγόρησες να σας παρηγορήσω!
Αλλ' έχω λόγια να ειπώ, που ήθελα να ήμαι
'ς την έρημον να τάκραζα κι' αυτί να μη τ' ακούη!
Είναι κοινόν δυστύχημα; ή μήπως φόρος λύπης,
οπού θα έχη μια καρδιά να τον πληρώση μόνη;
Και ποια καρδιά τόσον καϋμόν να μη τον συμπονέση;
Αλλά ο μεγαλείτερος ο πόνος ιδικός σου!
Αν ιδικός μου, δος μου τον μη μου τον κρύπτης· λέγε!
Μη σιχαθούν διά παντός τ' αυτιά σου την φωνήν μου,
αν έχη τον σκληρότερον τον ήχον να τα δώση
οπού ποτέ των άκουσαν ως τώρα!
Ω! Μαντεύω.
Επάτησαν το κάστρον σου! Γυναίκα σου, παιδιά σου
τα έσφαξαν αλύπητα! Να 'πώ το πώς, θα ήναι
κοντά 'ς αυτά τα θύματα και σε να θανατώσω.
Θεέ ελέους κ' οικτιρμών! – Και συ, μη τα σκεπάζης,
άνθρωπε, τα 'μάτια σου. Δόσε φωνήν 'ς την λύπην!
Όταν η λύπη σιωπά και λόγια δεν ευρίσκη,
κρυφολαλεί με την καρδιάν και να σχισθή της λέγει!
Και τα παιδιά μου;
Όλους σου, – παιδιά, γυναίκα, δούλους,
όσους κι αν ηύραν!
Και εγώ από εκεί να λείπω!
σφαγμένη κ' η γυναίκα μου;
Κ' εκείνη· – σου το είπα.
Ησύχασε! Το ιατρικόν του φοβερού μας πόνου
είναι η εκδίκησις!
Αυτός παιδιά δεν έχει33.
?α, μου είπες όλα των; – Ανήμερον θηρίον!
εύμορφα πουλάκια μου, κ' η μάννα των μαζί των,
μαζί;
'Πολέμησε την λύπην σου 'σάν άνδρας.
Ναι! Αλλ' όμως χρεωστώ και να πονώ 'σάν άνδρας
? είναι τρόπος απ' τον νουν να μ' έβγη πώς τα είχα
τα όντα μου τα φίλτατα! – Κι' ο Ουρανός το είδε
και δεν τα επροστάτευσε; Συ είσαι η αιτία,
εσύ, Μακδώφ, αμαρτωλέ! Δεν έπταισαν εκείνα·
τα κρίματά μου έγειναν αιτία της σφαγής των,
τα κρίματά μου! – Ο Θεός να τ' αναπαύση τώρα!
Αυτό ας ήναι, ω Μακδώφ, ακόνι του σπαθιού σου.
Ας δώση τόπον 'ς την οργήν η λύπη· την καρδιά μας
να μη την πνίξ' η λύπη μας, να την ανάψη!
Τώρα
'σάν γυναικός τα 'μάτια μου να κλαίουν ημπορούσαν,
κ' η γλώσσα μου να φλυαρή. Αλλ' όχι! – Ω Θεέ μου
μη συγχωρής αναβολήν! στήθος με στήθος φέρε
εμένα και τον δαίμονα εκείνον της Σκωτίας!
Να με χωρίζη απ' αυτόν, το μάκρος του σπαθιού μου,
κι' όσον γλυτώση απ' εμέ, τόσο καλό να εύρη!
Τώρα είσ' άνδρας! Έλα 'δώ! 'ς τον βασιλέα 'πάμε.
Το στράτευμα είν' έτοιμον. Αφίνομεν υγείαν
και ξεκινούμεν. – Ώριμος να πέση είν' ο Μάκβεθ,
αι δε δυνάμεις τ' ουρανού στήνουν τα σύνεργά των.
Αρκέσου μ' όσην' ο Θεός παρηγοριάν σου στείλη.
Όσον η νύκτα κι' αν βαστά, η 'μέρα θ' ανατείλη!
Эта и ещё 2 книги за 399 ₽
Чтобы воспользоваться акцией, добавьте нужные книги в корзину. Сделать это можно на странице каждой книги, либо в общем списке: