Бесплатно

Εκκλησιάζουσαι

Текст
iOSAndroidWindows Phone
Куда отправить ссылку на приложение?
Не закрывайте это окно, пока не введёте код в мобильном устройстве
ПовторитьСсылка отправлена

По требованию правообладателя эта книга недоступна для скачивания в виде файла.

Однако вы можете читать её в наших мобильных приложениях (даже без подключения к сети интернет) и онлайн на сайте ЛитРес.

Отметить прочитанной
Шрифт:Меньше АаБольше Аа
 
 
 
(Απέρχονται αμφότεροι)
 

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΝ

[Η Σκηνή παριστά πλατείαν των Αθηνών. Εισέρχεται ο Α' ΑΝΗΡ (όστις χάριν του ειρμού της υποθέσεως δύναται κατά την παράστασιν να ήνε αυτός ο ΧΡΕΜΗΣ) ακολουθούμενος υπό δύο μικρών θεραπόντων, φερόντων επ' ώμου διάφορα σκεύη οικιακά, τα οποία αποθέτουσι κατά γης].

ΣΚΗΝΗ Α'

 
Α' ΑΝΗΡ και ΣΙΜΩΝ, ΠΑΡΜΕΝΩΝ (βωβά πρόσωπα).
 
 
Α' ΑΝΗΡ
Πρέπει να κάμω στην αρχή μικρή ετοιμασία,
να ιδώ ποιά είν' τα σκεύη μου και η περιουσία,
που θα φερθούν στην αγορά.
 
 
(Σύρων πρώτον κόσκινον αλεύρου)
 
 
Τράβα λοιπόν, προχώρει,
ώ Κιναχύρα, ώμορφη και ζηλεμένη κόρη,
που μέσ' στο βιος μου ήσουνα εσύ προτιμημένη·
και που, για να κανηφορής καλοφτιασιδωμένη,
πολλά του αλευριού σακκιά για χάρι σου αράδειασα,
και στην κοιλιά σου τάδειασα.
Και τώρα πού να βρίσκεται η διφροφόρος· να τη —
 
 
(φέρει εμπρός χύτραν)
 
 
η χύτρα.. έλα έξω συ.. μουντζούρα είσαι γεμάτη,
μα το θεό, λες κ' έτυχε να βράση τη μπογιά του
ο Λυσικράτης μέσα σου, που βάφει τα μαλλιά του.
– Πέρνα κοντά της τώρα συ, και στάσου για στολίστρα..
 
 
(αποθέτει πλησίον κάτοπτρον)
 
 
– και φέρε και τη στάμνα συ η νεροκουβαλίστρα..
 
 
(αποθέτει υδρίαν και λαμβάνει πετεινόν)
 
 
– έλα και για κιθαρωδός η αφεντιά σου τώρα,
που πάντοτε μ' εξύπναγες στην πρωινή την ώρα
για να πηγαίνω στη Βουλή,
όπως ο νόμος το καλεί.
[Για ναν' τα Παναθήναια, όπως ο νόμος γράφει,]
ο σκαφοφόρος νάρθη εμπρός και να κρατή τη σκάφη..
 
 
(ωθεί σκάφην)
 
 
– άλλος κεριά να φέρη..
 
 
(αποθέτει κηρία)
 
 
– και τα κλωνάρια της εληάς, οπού φορούν οι γέροι..
 
 
(εξάγει τρίποδα και λήκυθον)
 
 
– βγάλε και συ τον τρίποδα.. τη στάμνα με τα μύρα..
τσουκάλια.. παρατσούκαλα.. σωστή λαοπλημμύρα!..
 
 
(Ωθεί και τα υπόλοιπα σκεύη διά του ποδός. Εισέρχεται ο Β' ΑΝΗΡ).
 

ΣΚΗΝΗ Β'

 
Β' ΑΝΗΡ και οι ΑΝΩΤΕΡΩ.
 
 
Β' ΑΝΗΡ (μονολογών)
Εγώ να ρθώ στην αγορά; να δώσω εγώ το βιός μου;
μα πρέπει νάμαι άθλιος κι' ο πειό ζουρλός του κόσμου,
Στον Ποσειδώνα! όλ' αυτά προτού ταποφασίσω,
θα τα σκεφθώ προτήτερα και θα τα βασανίσω,
και της οικονομίες μου και τον δικό μου ιδρώτα
με λόγια δεν τα δίνω εγώ ανόητα, αν πρώτα
δεν θα πεισθώ τι εννοούν αυτές η μόδες όλες.
Και τούτος τι ζητεί εδώ μ' αυτές της κατσαρόλες;
– Ε, συ! μετακομίζεσαι, που τάβγαλες στη φόρα,
ή τάχα για ενέχυρο πας να τα βάλης τώρα;
 
 
Α' ΑΝΗΡ
Καθόλου.
 
 
Β' ΑΝΗΡ
Κ' η παράταξις σαν τι σημαίνει πάλι;
μήπως για τον Ιέρωνα την έχεις το ντελάλη;
 
 
Α' ΑΝΗΡ
Μα το θεό, στην αγορά τα έφερα στον ώμο
για να τα δώσω, σύμφωνα με τον καινούργιο νόμο.
 
 
Β' ΑΝΗΡ
Για να τα δώσης;
 
 
Α' ΑΝΗΡ
Βέβαια..
 
 
Β' ΑΝΗΡ
Δυστυχισμένε χάχα!
 
 
Α' ΑΝΗΡ
Πώς;
 
 
Β' ΑΝΗΡ
Πώς; και δεν το έννοιωσες;
 
 
Α' ΑΝΗΡ
Μα τι; δεν πρέπει τάχα
στους νόμους να υποταχθώ;
 
 
Β' ΑΝΗΡ
Ποιους νόμους, δυστυχή;
 
 
Α' ΑΝΗΡ
Που έκαμαν παραδοχή.
 
 
Β' ΑΝΗΡ
Βρε, ποια παραδοχή;
Είσαι λοιπόν τόσο κουτός;
 
 
Α' ΑΝΗΡ
Κουτός;
 
 
Β' ΑΝΗΡ
Αυτό δεν φθάνει,
κι' απ' όλους πειό κουτότερος.
 
 
Α' ΑΝΗΡ
Μπα έτσι; όποιος κάνει
το νόμιμο είνε κουτός; Εγώ νομίζω όμως,
πως κάνει ο πειό φρόνιμος ό,τι προστάζει ο νόμος.
 
 
Β' ΑΝΗΡ
Ο πειό κουτός.
 
 
Α' ΑΝΗΡ
Δεν σκέπτεσαι και συ να καταθέσης;
 
 
Β' ΑΝΗΡ
Εγώ; θα επιφυλαχθώ, προτού τας διαθέσεις
ιδώ του πλήθους.
 
 
Α' ΑΝΗΡ
Οχι δα, τι άλλο λες να ξέρουνε,
παρ' ότι ετοιμάσθηκαν τα χρήματα να φέρουνε;
 
 
Β' ΑΝΗΡ
Αν δεν ιδούν τα μάτια μου δεν πείθομ' ό,τι νάνε.
 
 
Α' ΑΝΗΡ
Μα όλο τούτο σήμερα στους δρόμους κοπανάνε.
 
 
Β' ΑΝΗΡ
Ας λένε!
 
 
Α' ΑΝΗΡ
Αλλά είπανε καθένας να μαζέψη
το είναι του.
 
 
Β' ΑΝΗΡ
Ας λένε? μπα!
 
 
Α' ΑΝΗΡ
Κόσμο θα καταστρέψη
μ' αυτήν την δυσπιστία του!
 
 
Β' ΑΝΗΡ
Αυτοί δεν θα πιστέψουν.
 
 
Α' ΑΝΗΡ
Μα να σε καταστρέψη ο Ζευς!
 
 
Β' ΑΝΗΡ
Αυτοί θα καταστρέψουν
εσένα. Κι' άνθρωπος θαρρείς που έχει τα μυαλά του
θα φέρη και θα μοιρασθή με άλλους τα καλά του;
Αυτό δεν ήταν έθιμο καθόλου των πατέρων μας,
και μοναχά να παίρνουμε υπήρξε το συμφέρον μας.
Έτσι το κάνουν κι' οι θεοί· για ιδές ταγάλματά τους
στα χέρια· σαν ευχόμεθα να δώσουν ταγαθά τους,
στέκουν, κι' ανάποδα κρατούν τα χέρια τους αείποτε,
όχι να δώσουνε κι' αυτοί, αλλά ν' αρπάξουν τίποτε.
 
 
Α' ΑΝΗΡ
Ευλογημένε άνθρωπε! παραίτησε με τώρα
να προετοιμασθώ κ' εγώ· και μη μου τρως την ώρα,
να συμμαζέψω τούτα εδώ.. Πού τώχω το λουρί;
 
 
Β' ΑΝΗΡ
Με τα σωστά σου θα τα πας;
 
 
Α' ΑΝΗΡ
Κι' αλλοιώτικα μπορεί;
αυτούς τους δυο τους τρίποδες θα βάλω και θα φύγω.
 
 
Β' ΑΝΗΡ
Τι κουταμάρα! μα γιατί δεν περιμένεις λίγο,
να ιδής το τι σκοπεύουνε να κάμουν' κ'οι άλλοι,
όπου και τότε πάλι…
 
 
Α' ΑΝΗΡ
Να κάμω τι;
 
 
Β' ΑΝΗΡ
Περίμενε κ' εξέτασε ακόμη.
 
 
Α' ΑΝΗΡ
γιατί λοιπόν;
 
 
Β' ΑΝΗΡ
Μωρέ κουτέ, όλοι αυτοί οι νόμοι
της εισφοράς, πολλές φορές να μείνουν και στη μέση
μπορούνε, αν γενή σεισμός, ή κεραυνός αν πέση
που νάχη γούρι άσχημο, η γάττα να διαβαίνη.
 
 
Α' ΑΝΗΡ ωσεί καθ' εαυτόν
Καλή δουλειά θα πάθαινα, αν ήτανε πιασμένη
η αγορά, και δεν βρεθή μια θέσι να ταφήσω.
 
 
Β' ΑΝΗΡ
Τούτο να συλλογίζεσαι: πως θα τα πάρης πίσω·
κι' όσο για την κατάθεσι, μπορείς, αν αγαπάς,
και 'ς ένα μήνα να τα πας.
 
 
Α' ΑΝΗΡ
Και πώς;
 
 
Β' ΑΝΗΡ
Τούς ξέρουμε καλά· γρήγορα πέφτει ο ψήφος,
αλλά για την εκτέλεσι πηγαίνει πάντα τζίφος!
 
 
Α' ΑΝΗΡ
Μα θα τα κουβαλήσουνε, βρε φίλε μου, κι' αυτοί.
 
 
Β' ΑΝΗΡ
Κι' αν δεν τα κουβαλήσουν, τι;
 
 
Α' ΑΝΗΡ
Θα κουβαλήσουν γρήγορα· ο νόμος ταπαιτεί.
 
 
Β' ΑΝΗΡ
Κι' αν δεν τα κουβαλήσουν, τι;
 
 
Α' ΑΝΗΡ
Θα τον εξαναγκάσουμε αυτόν που τα κρατεί.
 
 
Β' ΑΝΗΡ
Κι' αν ήνε οι περισσότεροι που τα κρατούνε, τι;
 
 
Α' ΑΝΗΡ
Πάω να δώσω· [έβγαλαν διαταγή ρητή.]
 
 
Β' ΑΝΗΡ
Και αν σου τα πουλήσουν, τι;
 
 
Α' ΑΝΗΡ
Σκάσε! [μου ζάλισες ταυτί].
 
 
Β' ΑΝΗΡ
Πολύ καλά, κι' αν σκάσω τι;
 
 
Α' ΑΝΗΡ
Καλά θα κάμης.
 
 
Β' ΑΝΗΡ
Αλλά συ, κι' αν σκάσω, θα θελήσης
να δώσης.
 
 
Α' ΑΝΗΡ
Νά κ' οι γείτονες που κουβαλούν επίσης.
 
 
Β' ΑΝΗΡ (παρατηρών προς τ' αριστερά παρασκήνια)
Ο Αντισθένης βέβαια τραβά να καταθέση ·
θα ήταν ευκολώτερο πολύ γι' αυτόν, να χέση
τριάντα μέρες συνεχώς κι' ακόμη πειό πολλές.
 
 
Α' ΑΝΗΡ
Σκασμός, μ' αυτά που λες!
 
 
Β’ ΑΝΗΡ
Και ο χοροδιδάσκαλος Καλλίμαχος θα φέρη
απ' τον Καλλία πλειότερα νομίζεις να προσφέρη;
Τι λες εκεί! ο άνθρωπος το βιος θα χάση τώρα!
 
 
Α' ΑΝΗΡ
Κακά μιλείς!
 
 
Β' ΑΝΗΡ
γιατί κακά; Δεν είδες ως την ώρα
πως όλα τα ψηφίσματα τραβούν τον ίδιο δρόμο;
εξέχασες τι έγινε στου αλατιού το νόμο;
 
 
Α' ΑΝΗΡ
Α, βέβαια.
 
 
Β' ΑΝΗΡ
Κ' εξέχασες και τάλλα τα ψηφίσματα,
που βγήκαν για τα χάλκινα και κάλπικα νομίσματα;
 
 
Α' ΑΝΗΡ
Τι λες! μ' αυτό το νόμισμα κ' εγώ εχαντακώθηκα·
γιατί σταφύλια πούλησα και με χαλκό μπουκώθηκα,
κ' ετράβηξα στην αγορά αλεύρι ν' αγοράσω·
όταν, την ώρα που άνοιγα το σάκκο να το μπάσω,
λέει ο κήρυξ: «Το χαλκό να μη παραδεχθούμε,
κι' ασήμι μόνον του λοιπού θα μεταχειρισθούμε».
 
 
Β' ΑΝΗΡ
Κι' ο όρκος δεν σου αντηχεί 'ς ταυτί, που δώσαμ' όλοι,
τα πεντακόσια τάλαντα να μαζευθούν στην πόλι
από το τεσσαρακοστόν, κατά του Ευριπίδη
τη γνώμη; Και ποιος έπαυσε επαίνους να του δίδη;
Σαν εξετάσθη όμως
κ' ευρέθη κουροφέξαλα κι' αυτός ο νέος νόμος,
τότε τον Ευριπίδη
τον στρώσαν στο βρισίδι.
 
 
Α' ΑΝΗΡ
Τώρα τα ίδια πράματα με τότε δεν υπάρχουνε·
τότ' ήμαστε άρχοντες εμείς, τώρα γυναίκες άρχουνε.
Β' ΑΝΗΡ
Το κατ' εμέ, η μόνη μου γι' αυτές φροντίδα θάνε,
μα το θεό της θάλασσας, να μη με κατουράνε!
 
 
Α' ΑΝΗΡ
Τι τσαμπουνάς δεν ξέρω·
 
 
(προς τα παιδία)
 
 
Δος μου το ξύλο εσύ, παιδί, τα πράματα να φέρω..
 

[Λαμβάνει το ξύλον και ετοιμάζεται ν' αναρτήση εξ αυτού τα σκεύη του. Εισέρχεται ο ΚΗΡΥΞ, όστις λαμβάνει θέσιν επί βάθρου τινός εις το μέσον της σκηνής και κηρύττει μεγαλοφώνως:]

 
ΚΗΡΥΞ
Πολίται! από σήμερα στη Στρατηγό τραβάτε,
για να σας 'πη ο κλήρος σας κ' η τύχη, που θα πάτε
να κάτσετε
θα βρήτε κάθε τράπεζα παντού ετοιμασμένη,
που είνε μ' όλα ταγαθά του κόσμου φορτωμένη,
και κάθε κλίνη με μαλλιά και τάπητες στρωμένη!
Η μυροπώλιδες, γραμμή, κρατήρες σας γεμίζουνε
από κρασιά· με στη φωτιά μπριζόλες τσιτσιρίζουνε,
και περασμένοι οι λαγοί μεσ' στα σουβλιά γυρίζουνε.
Πίττες καλοφουρνίζονται,
τα στέφανα στολίζονται,
στραγάλια καρβουρδίζονται!
Όλες η κόρες η πειό νηές ψήνουν αγάλια-αγάλια
τη φάβα στα τσουκάλια.
Και ένας πουτανιάρης
και πρώην καβαλλάρης
με τη στολή του ιππικού εκεί κοντά γυρίζει,
και διαρκώς των γυναικών τα πιάτα καθαρίζει.
Κι' ο Γέρων, μ' ένα φόρεμα κομψό και με κατσάρι,
μ' ένα παιδί χασκάρει,
κ' έχει παραρριμμένα
παπούτσια του και χλαίνα.
Και ο ψωμάς σας καρτερεί· την ώραν σας μη χάσετε
κ' ελάτε τα σαγόνια σας, πολίται, να γυμνάσετε!
 
 
(Ο Κήρυξ κατέρχεται και απέρχεται δεξιόθεν)
 
 
Β' ΑΝΗΡ
Σαν είνε έτσι το λοιπόν, εμένα τι με μέλει;
τραβώ κ' εγώ για το φαΐ, η πόλις σαν το θέλη.
 
 
Α' ΑΝΗΡ
Αι! και για που, παρακαλώ, αφού δεν έχεις δώση;
 
 
Β' ΑΝΗΡ
Για το φαΐ.
 
 
Α' ΑΝΗΡ
Δεν θα το φας, αν έχουν νου και γνώσι,
πριν καταθέσης βέβαια.
 
 
Β' ΑΝΗΡ
Πολύ καλά, τα δίνω.
 
 
Α' ΑΝΗΡ
Πότε λοιπόν;
 
 
Β' ΑΝΗΡ
Εμπόδιο μονάχος δεν θα γίνω.
 
 
Α' ΑΝΗΡ
Γιατί;
 
 
Β' ΑΝΗΡ
Κι' άλλοι θ' αργήσουνε περισσότερο επίσης.
 
 
Α' ΑΝΗΡ
Συ όμως εν τω μεταξύ τραβάς να την γεμίσης.
 
 
Β' ΑΝΗΡ
Θα πάθω τι, παρακαλώ;
Κάθε πολίτης με μυαλό
αρμόζει της πατρίδος του τους νόμους να κρατή.
 
 
Α' ΑΝΗΡ (ειρωνικώς)
Χεμ! και αν σ' εμποδίσουν, τι;
 
 
Β' ΑΝΗΡ
Θα πάω να χωθώ κ' εγώ με κεφαλή σκυφτή.
 
 
Α' ΑΝΗΡ
Και αν δούλεψη ξύλο, τι;
 
 
Β' ΑΝΗΡ
θα της ενάξω στον κριτή.
 
 
Α' ΑΝΗΡ
Και αν σε κοροϊδέψουν, τι;
 
 
Β' ΑΝΗΡ
Στην πόρτα θα σταθώ μπροστά…
 
 
Α' ΑΝΗΡ
Και τι θα κάνης δηλαδή;
 
 
Β' ΑΝΗΡ
Κι' όποιος τα φαγητά βαστά
θα τα βουτώ.
 
 
Α' ΑΝΗΡ
Ο υστερνός θα ήσ' όλου του κόσμου.
 
 
(Προς τους ακολούθους του)
 
 
Παρμένων! Σίμων! πάρετε στους ώμους σας το βιος μου.
 
 
(Οι ακόλουθοι εκτελούσι)
 
 
Β' ΑΝΗΡ
Στάσου και σε βοηθώ κ' εγώ.
 
 
Α' ΑΝΗΡ
Συ;! κάνε τη δουλειά σου·
γιατί φοβάμαι μην ειπής πως είνε και δικά σου,
όταν στη στρατηγίνα μας αυτά θα καταθέσω.
 

(Αναχωρεί αριστερόθεν ακολουθούμενος υπό των θεραπόντων, φερόντων τα σκεύη)

 
 
Β' ΑΝΗΡ (μόνος)
Μα το θεό, πρέπει να βρω λοιπόν κανένα μέσο,
που κι' όσα έχω χρήματα στο σπίτι να τα κρύψω,
χωρίς κι' απ' το κοινό φαΐ με τρόπο ν' απολείψω.
Να μια ιδέα πουν' ορθή. Τι κάθημαι κι' αργώ;
Εμπρός λοιπόν για το φαΐ να τηλωθώ κ' εγώ!
 
 
(Φεύγει δεξιόθεν)
 

ΜΕΤΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ

(Σειρά οικίσκων μονώροφων με θύραν και παράθυρον έκαστος. Αυλητής ευρίσκεται εξηπλωμένος παρά το δεξιόν παρασκήνιον. Είνε νυξ.)

ΣΚΗΝΗ Α'

 
Α' ΓΡΑΥΣ (εις το προς δεξιά της σκηνής παράθυρον)
Ακόμη πώς δεν φάνηκαν οι άνδρες; είνε ώρα·
και περιμένω τώρα
αργή, αφού μπλαστρώθηκα φτιασίδι όσο μπόρεσα,
κίτρινη φούστα φόρεσα,
και με καμώματα τρελλά κρυφό τραγούδι τραγουδώ,
κ' είμ' έτοιμη στην αγκαλιά ν' αρπάξω όποιον άνδρα ιδώ.
Μούσαι! ελάτε! βάλτε μου στο στόμα ένα γλυκό
τραγούδ' Ιωνικό.
 

(Άδει σιγά με κωμικά ακκίσματα. – Ταυτοχρόνως η ΝΕΑΝΙΣ εμφανίζεται εκ του παραθύρου της έναντι οικίας και ακροάται)

Другие книги автора

Купите 3 книги одновременно и выберите четвёртую в подарок!

Чтобы воспользоваться акцией, добавьте нужные книги в корзину. Сделать это можно на странице каждой книги, либо в общем списке:

  1. Нажмите на многоточие
    рядом с книгой
  2. Выберите пункт
    «Добавить в корзину»