Бесплатно

Προμηθεύς Δεσμώτης

Текст
Автор:
iOSAndroidWindows Phone
Куда отправить ссылку на приложение?
Не закрывайте это окно, пока не введёте код в мобильном устройстве
ПовторитьСсылка отправлена

По требованию правообладателя эта книга недоступна для скачивания в виде файла.

Однако вы можете читать её в наших мобильных приложениях (даже без подключения к сети интернет) и онлайн на сайте ЛитРес.

Отметить прочитанной
Шрифт:Меньше АаБольше Аа
 
τους πλατείς και καρπερούς της Σικελίας κάμπους.
Με τέτοια θα ξεσπάση όργιτα ο Τυφών γύρω σκορπώντας
βέλη θερμά μιας ζάλης πύρινης κι' αχόρταγης, αν κ' είναι
απ' του Δία τ' αστροπελέκι ασβολωμένος. Πολλά ξέρεις
κ' εμέ χρεία δεν έχεις να σε μάθω· τον εαυτό σου
φύλαγε όπως ξέρεις. Και την κακήν τύχη που μ' ηύρε
θα υπομείνω εγώ ως που η οργή του Δία να ξεθυμάνη.
 
ΩΚΕΑΝΟΣ
 
Όμως τούτο, Προμηθέα, δεν το γνωρίζεις,
πως του άρρωστου θυμού είναι γιατρός ο λόγος.
 
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
 
Αν πρόκειται όχι ολόμεστο θυμό να λιγοστέψης
την ώρα που την καρδιά ζητάς να μαλακώσης.
 
ΩΚΕΑΝΟΣ
 
Κι' αν προβλέποντας κανείς το μάταιον, όμως να ενεργήση
τολμά, τι κακό σε αυτό ξεκρίνεις, πες μου.
 
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
 
Μάταιο έναν κόπο κ' ελαφρόνοη κρίσι.
 
ΩΚΕΑΝΟΣ
 
Άφησέ με τέτοια νάχω αρρώστια· κέρδος είναι
μεγάλο νάχης εσύ νου κι' άλλος να μη νοιώθη.
 
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
 
Αλλά δικό μου το σφάλμα θα λογίσουν τούτο.
 
ΩΚΕΑΝΟΣ
 
Ξεκάθαρα τα λόγια σου άπρακτο με στέρνουν.
 
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
 
Για να μη κάμη ο θρήνος σου κι' εχθρούς σ' εσένα.
 
ΩΚΕΑΝΟΣ
 
Μήπως αυτόν που τη μεγάλη αρχή κατέχει τώρα;
 
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
 
Πρόσεχε μην αυτός κάποτε οργισθή με σένα.
 
ΩΚΕΑΝΟΣ
 
Ως προς αυτό τη δική σου συμφορά έχω οδηγήτρα.
 
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
 
Πήγαινε, φύγε και τη γνώμη που έχεις κράτα.
 
ΩΚΕΑΝΟΣ
 
Στο ξεκίνημα μ' ηύρε ο λόγος σου. Του αιθέρα το μέγα
πλάτος σχίζει το τετράσκελο πτηνό με τα πτερά του
και χαρά του θα είχε στον καλό του σταύλο να γονατίση
 
ΧΟΡΟΣ
Στροφή α'
 
Για την κακή σου τύχη
κλαίω εγώ, ω Προμηθέα,
και δακρυστάλακτο ένα ρέμμα
απ' τα καλά μου μάτια βρέχει
με υγρές πηγές τα μάγουλά μου,
τι άσπλαχν' ο Δίας κυβερνώντας
με δικούς του νόμους, σκήπτρο
περήφανο στους θεούς δείχνει.
 
Αντιστροφή α'
 
Και με στόνους φωνάζει όλ' η χώρα
τη μεγάλη σου κλαίγοντα δόξα,
εσένα και των δικών σου, την αρχαιόπρεπη.
Κι' όσοι της Ασίας την άγια χώρα
έχουν, στέρεα εκεί κατοικώντας,
όλοι συμπονούν τα πολυστέναχτα δεινά σου.
 
Στροφή β'
 
Κι' όσες στης Κολχίδος τη χώρα
κατοικούν παρθένες, στη μάχη
ατρόμητες, κι' όλα τα πλήθη
των Σκυθών, που του κόσμου την άκρη
έχουν, κοντά στη Μαιώτιδα λίμνη,
 
Αντιστροφή β'
 
κι' ο πολεμικός της Αραβίας ανθός
κι' όσοι στους ψηλόκρημνους βράχους
του Καυκάσου έχουν κάστρα,
που στρατός είν' μ' αγριόβροντες λόγχες.
 
Επωδός
 
Ένα μόνο θεό στο μαρτύριο,
Τιτάνα, με σφιχτές αλυσίδες δεμένον,
τον Άτλαντα, είδα εγώ πιο πρώτα,
που με δύναμι ασύγκρητη πάντα
βαστά τον ουράνιο θόλο στης πλάτες.
Χτυπώντας τον βουίζει του πελάου η ζάλη,
τα βύθη βογγάν κι' απ' της γης τα βάθη
βροντά κούφια ο τρισκόταδος Άδης
και των ποταμών των ωραίων το ρέμμα
με θλίψι συμπονέτρα στενάζει.
 
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
 
Μη παίρνετε γι' ανάπαυσι μηδέ για θράσος
τη σιωπή μου· μαύρη μια σκέψι σχίζει την καρδιά μου,
που βλέπω έτσι τον εαυτό μου ατιμασμένο. Αλλ' όμως
στους νέους αυτούς θεούς τα δώρα όσα έχουν
ποιος άλλος από εμέ σωστά τάχει ορίσει;
Μα τα σκοπώ αυτά· γιατί θα τάλεγα σε σας, όπου όλα
τα ξέρετε; και μόνον των θνητών τα πάθη ακούστε
πως αυτούς που άγνωροι πριν ήσαν, γνώσι
έκαμα νάχουν και μυαλό να βάλουν.
Να κατηγορήσω αυτούς με τούτο εγώ δεν θέλω,
αλλά μ' όσα έδωκα την καλοσύνη μου να δείξω,
τι πρώτα βλέποντας αυτοί του κάκου εβλέπαν
κι' ακούοντας δεν άκουαν, κι' όμοιοι με των ονείρων
τους ίσκιους, ανακάτευαν όπως ετύχαινε όλα
για πολύν καιρό, κι' ούτε πλιθοκτισμένα σπίτια
λιακωτά εγνώριζαν, ούτε την τέχνη
του ξύλου, μόνο σε σκαφτές σπηλιές αυτοί εζούσαν
σαν τα πολυκίνητα μυρμήγκια, μες στα ανήλια βάθη
των άντρων, και μήτε του χειμώνα βέβαιο είχαν σημάδι
μήτε της ανθοευωδιασμένης άνοιξης και μήτε
του καρπερού καλοκαιριού· κι' όλα ενεργούσαν
άγνωρα, ως που εγώ τους έδειξα των άστρων
της ανατολές και της δυσκολογνώριστες δύσες.
Και την έξοχη τέχνη του αριθμού τους ηύρα
και των γραμμάτων τη σύνθεσι κι' ακόμα
τη μνήμη, που όλων είναι εργατική μουσογεννήτρα.
Κ' εγώ πρώτος στο ζυγόν έζεψα τα κτήνη
στης ζεύγλες να δουλεύουν σκλάβα, κ' έτσι
διάδοχοι των θνητών στους τρανούς κόπους να γίνουν,
και κάτου απ' τ' άρματα έβαλα ημερωμένα
τ' άλογα, δόξα ακριβή του πλούτου. Κι' άλλος
παρά εγώ κανείς τα λινόφτερα δεν ηύρε,
τα θαλασσόδρομα των ναυτικών αμάξια.
Και τέτοιες ο άμοιρος για τους θνητούς έχοντας εύρει
τέχνες, δεν βρίσκω ατός μου τρόπο να γλυτώσω
απ' αυτή τη συμφορά οπού έχω τώρα.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Σ' ευρήκε άπρεπο κακό και χάνοντας τα φρένα
πλανιέσαι· κι' όπως κακός γιατρός, σε αρρώστια
πεσόντας λιγοψυχάς· κι' ουδέ να βρης γνωρίζεις
με ποια φάρμακα τον εαυτό σου τώρα να γιατρέψης.
 
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
 
Αν και τ' άλλα ακούσης, πιότερο εσύ θα σαστίσης
τι τέχνες εσοφίσθηκα και δόλους.
Και το μεγαλύτερο είναι, που αν κάνεις έπεφτε σ' αρρώστια,
κανένα γιατρικό γι' αυτόν δεν ήταν
μήτε φαγώσιμο, μήτε πιώσιμο κανένα,
μηδ' αλειφτό, αλλ' απ' την έλλειψι φαρμάκου
αδυνάτιζαν, ως που μαλακά φάρμακα να σμίγουν
εγώ τους έδειξα, που πολεμούν όλες της αρρώστιες.
Και τρόπους μαντικής πολλούς αράδιασα και πρώτος
ξεχώρισα ποια απ' τα ονείρατα είναι οπτασίες
και κλήδονες δυσκολογνώριστους τους έδειξα, κι' ακόμα
να ξεδιαλύνουν τους έδειξα το συναπάντημα του δρόμου.
Και για των γυρτόνυχων πουλιών το πέταγμα είπα
ποια καλοσήμαδα και ποια ανάποδα είναι
και τι λογής τάγισμα καθένα απ' αυτά έχει
και ποιες είν' οι έχθρες κ' οι έρωτες κ' οι σύναξές τους.
Και το καθάρισμα των σπλάχνων και, τι χρώμα αν έχουν
και ποιες καλόμορφες η χολή κι' ο λοβός όψες,
στους θεούς αρέσουν και του κρέατος τα κομμάτια
κνισοσκεπασμένα πυρώνοντας και τη μακρυά ράχη
σε δυσκολομάθητη ωδήγησα τους θνητούς τέχνη·
και τα μάτια τους άνοιξα για τα σημάδια
των φλογών, που κατασκότεινα γι' αυτούς πριν ήσαν.
Αυτά έτσι έγιναν όμως και ποιος θα πη ότι βρήκε
πριχού από με ωφελήματα για τους ανθρώπους
απ' όσα μέσα στης γης τα βάθη είναι κρυμμένα,
το χαλκό, το σίδερο και το χρυσάφι και τ' ασήμι;
Κανείς δεν θα το ειπή – το καλοξέρω -
εξόν μάταια αν θέλη να φλυαρήση.
Κοντολογής όλα μ' ένα λόγο μάθε τα· όλες
οι τέχνες απ' τον Προμηθέα στους θνητούς δοθήκαν.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Μην ωφελής τώρα τους θνητούς πιότερο παρ' όσο
πρέπει και μη αμελής τον εαυτό σου, πούναι
σε δυστυχία· γιατί εγώ μεγάλη έχω ελπίδα
πως τα δεσμά σου όταν λυθούν αυτά, θα γίνης
πάλι δυνατός όχι λιγώτερ' απ' τον Δία.
 
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
 
Μοίρα τελειωτική δεν είναι ακόμη πεπρωμένη
τέτοιο να δώση σ' αυτά τέλος· και μονάχα
μύρια βάσανα και συμφορές σαν με λυγίσουν,
απ' τα δεσμά μου τότε θα γλυτώσω· τι είναι η τέχνη
πολύ αδυνατώτερη από την ανάγκη.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Ποιος της ανάγκης είναι κυβερνήτης;
 
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
 
Οι τρίμορφες Μοίρες κ' οι ενδυμήτρες Ερινύες.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Ώστε απ' αυτές αδυνατώτερος κι' ο Δίας είναι;
 
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
 
Κι' αυτός δεν μπορεί το γραφτό του να ξεφύγη.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Και τι είν' γραφτό του παρά πάντα να άρχη;
 
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
 
Αυτό δεν θα το μάθης και μη ερώτα.
 
ΧΟΡΟΣ
 
Κάτι φοβερό θάναι αυτό που κρύβεις.
 
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
 
Άλλα μελέτησέ μου, τι καιρός δεν είναι
να ξεστομίσω αυτό, και να το κρύψω
πρέπει όσο δύναμαι, γιατί φυλάγοντάς το μόνο
απ' τάπρεπα δεσμά και τα μαρτύρια θα γλυτώσω.
 
ΧΟΡΟΣ
Στροφή α'
 
Ποτέ ο Δίας, που όλα κυβερνά, ας μη βάλη
τη δύναμί του αντίπαλο της δικής μου γνώμης·
και μ' ευλαβητική θυσία σφαχτών βωδιών
ας μη χρονίσω τους θεούς να ζυγώσω
κοντά στ' άσβεστο διάβα του πατέρα Ωκεανού.
Κι' ας μην αμαρταίνω με λόγια,
μόν' αυτή μου η γνώμη μέσα μου ας μένη
και ποτέ να μη λυώση.
 
Αντιστροφή α'
 
Γλυκύτατο είναι με θαρρετές ελπίδες
της μακρυάς ζωής να διαβαίνης το δρόμο
τρέφοντας μ' αθώες χαρές την καρδιά σου.
Αλλά τα μύρια δεινά που σε σπαράζουν
θωρώντας φρίττω..
Γιατί χωρίς να φοβηθής τον Δία
αυτόγνωμα εσύ, Προμηθέα,
πολυγνοιάζεσαι για τους θνητούς.
 
Στροφή β'
 
Ιδές πόσο άχαρη, φίλε, είν' η χάρι·
πες πού είναι δύναμι για σένα τώρα;
ποιαν απ' τους θνητούς έχεις βοήθεια;
Δεν ξέκρινες τάχα την αργοκίνητη ατονία,
που όμοια όπως σ' όνειρο κρατά εμποδισμένο
το γένος το τυφλό των ανθρώπων;
Ποτέ την αρμονία του Δία
δεν περνάν οι βουλές των θνητών.
 
Αντιστροφή β'
 
Γνώρισα τούτα θωρώντας
την κακή σου κατάντια, Προμηθέα.
Κ' ήρθε μου τώρα σκοπός τραγουδιού
αλλοιώτικος, παρ' όταν σου τραγουδούσα
τον Υμένεο σιμά στο λουτρό
και στην κλίνη την ημέρα του γάμου,
όταν την ομόπατρη Ησιώνη πήρες
πείθοντάς την με δώρα
γυναίκα σου ομοκρέββατη να γίνη.
 
ΙΩ
 
Ποια γη; ποιο γένος; ποιον να ειπώ ότι βλέπω
μ' αυτά τα χαλινάρια στ' ακροβράχια
να παραδέρνη;
Ποιας αμαρτίας τιμωρία λαμβάνεις;
Πες μου σε ποιο μέρος
της γης πλανέθηκα η καϋμένη.
Ω! ωιμέ, ωιμένα.
Πάλι την άμοιρη κάποιο κεντρί με κεντάει
το φάντασμα του γηγενούς Άργου, ω γη, μάκρυνέ το·
φοβούμαι το μυριόμματο βοσκό θωρώντας.
Κ' έρχετ' αυτός με δολερό το μάτι,
που ουδέ πεθαμμένον η γη τον σκεπάζει,
μονάχα εμέ τη μαύρη
κυνηγά, περνώντας τον Άδη
και νηστικιά με κάνει στου γιαλού να πλανιέμαι την άμμο.
 
Στροφή
 
Κι' αχολογάει κερόπλαστη η φλογέρα
τον υπνοδότη αχό της. Αλλοί κι' ωιμέ,
ωιμένα, ως πού με παν πέρα
τα μακρυνά τα ξεπλανέματά μου.
Σε τι, ω τέκνο του Κρόνου, σε τι
μ' ηύρες φταίχτρα και με μπλέκεις
σε τούτα τα δόλια δεινά;
Κι' οιστρήλατη, τη μαύρη από φόβο
έτσι με βασανίζεις, ωιμέ;
Με φωτιά κάψε με ή θάψε με μέσα στη γη,
δος με στα ψάρια του πελάου βορά·
την τέτοια χάρι μη μ' αρνηθής, βασιληά.
Πολύ μ' εκουράσαν οι πολύπλανοι δρόμοι
κι' ουδέ ξέρω το πώς τα δεινά θα ξεφύγω.
Ακούς την ευχή εμέ της βοϊδοκέρατης κόρης;
 
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
 
Την οιστρόπληκτη πώς να μην ακούσω θυγατέρα
του Ινάχου, αυτήν που μ' έρωτα την καρδιά ζεσταίνει
του Δία και για τούτο από την Ήρα μισημένη
σε μακρυνούς αθέλητά της τρέχει ολοένα δρόμους;
 
ΙΩ
 
Πώς με του πατέρα μου τόνομα με κράζεις;
Ω, ποιος, πολυβασανισμένε, πες μου ποιος είσαι,
που εμέ την άμοιρη αλάθευτα ονομάζεις;
και το θεοκυνήγητό μου τούτο
κακό ξέρεις το, που με μαραίνει
μ' ένα κέντρισμα μανίας;
Αφάγωτη, με σκίρτημα τυραγνισμένο
γοργά ήρθα, ωιμένα, νικημένη
απ' την άγρια όργιτα της Ήρας.
Άλλος, αλλοίμονο, πολύπαθος ποιος είναι
τα βάσανά μου νάχη; Όμως συ τώρα
ξεδιάλυνέ μου τι μέλλεται ακόμα
να πάθω και με ποιο τρόπο τα βάσανά μου
μπορεί να γιατρευθούν· δείξε μου, αν ξέρης,
μίλησε, πες το σ' εμέ την παρθένα
την άμοιρη, που παραδέρνω.
 
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
 
Ξάστερα θα σου φωνάξω ότι ζητάς να ξέρης,
χωρίς να μπλέξω αινίγματα, μόνο μ' αλήθεια,
όπως το στόμα καθείς στο φίλο του πρέπει ν' ανοίγη.
Τον δωρητή της φωτιάς προς τους ανθρώπους,
τον Προμηθέα, βλέπεις μπροστά σου.
 
ΙΩ
 
Ω εσύ ωφέλεια των θνητών όλων,
άμοιρε Προμηθέα, πώς παθαίνεις τούτα;
 
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
 
Μόλις τώρα έπαψα κλαίοντας τα βάσανά μου.
 
ΙΩ
 
Κ' εμέ μια χάρι δεν θάστεργες να κάμης;
 
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
 
Πες τι από με θέλεις· όλα θα τα μάθης.
 
ΙΩ
 
Στο βράχο αυτό ποιος σ' έχει καρφώσει πες μου.
 
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
 
Του Δία το θέλημα και του Ηφαίστου το χέρι.
 
Купите 3 книги одновременно и выберите четвёртую в подарок!

Чтобы воспользоваться акцией, добавьте нужные книги в корзину. Сделать это можно на странице каждой книги, либо в общем списке:

  1. Нажмите на многоточие
    рядом с книгой
  2. Выберите пункт
    «Добавить в корзину»