По требованию правообладателя эта книга недоступна для скачивания в виде файла.
Однако вы можете читать её в наших мобильных приложениях (даже без подключения к сети интернет) и онлайн на сайте ЛитРес.
ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ
ΚΛΑΥΔΙΟΣ Βασιλέας της Δανίας
ΑΜΛΕΤΟΣ Υιός του πρώην βασιλέως της Δανίας και ανεψιός του
Κλαυδίου
ΦΟΡΤΙΜΠΡΑΣ Πρίγκιπας της Νορβηγίας
ΠΟΛΩΝΙΟΣ Αυλάρχης
ΟΡΑΤΙΟΣ Φίλος του Αμλέτου
ΛΑΕΡΤΗΣ Υιός του Πολωνίου
ΒΟΛΤΙΜΑΝΔΟΣ )
ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ )
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ )
ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ) Αυλικοί
ΟΣΡΙΚΟΣ )
ΕΝΑΣ ΕΥΓΕΝΗΣ )
ΕΝΑΣ ΙΕΡΕΑΣ
ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ )
) Αξιωματικοί
ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ )
ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ Στρατιώτης
ΡΕΫΝΑΛΔΟΣ Υπηρέτης του Πολωνίου
Ηθοποιοί
Δύο Νεκροθάπταις
Ένας Λοχαγός
Άγγλοι Πρεσβευταί
ΓΕΛΤΡΟΥΔΗ Βασίλισσα της Δανίας και μητέρα του Αμλέτου
ΟΦΗΛΙΑ Θυγατέρα του Πολωνίου
Μεγιστάνες, Κυρίαις, Αξιωματικοί, Στρατιώταις, Ναύταις,
Αγγελιοφόροι και άλλοι Ακόλουθοι.
Το Πνεύμα του πατρός του Αμλέτου
ΕΛΣΙΝΟΡΗ. Προμαχώνας, εμπρός εις το ΚΑΣΤΕΛΙ.
ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ εις την θέσιν του· εισέρχεται ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Τις ει; (1)
'Σ εμέ συ πρέπει ν' απαντήσης· στάσου
και φανερώσου.
Ζήτ' ο Βασιλέας!
Είσαι
ο Βερνάρδος;
Αυτός.
Με πολύν ζήλον ήλθες
'ς την ώραν σου.
Μεσάνυκτα σήμαναν τώρα·
ν' αναπαυθής άμε, Φραγκίσκε.
Πολλαίς χάρες
δι' αυτήν την αλλαγήν· είναι δριμύ το κρύο
και μ' έπιασε ολιγοψυχιά.
Εις την φρουράν σου
ήσυχα πέρασες;
Ουδέ ποντίκι ακούσθη.
Λοιπόν καλή σου νύκτα, και αν ενώ πηγαίνεις
τον Μάρκελλον ιδής και τον Οράτιον, 'πώχω
συντρόφους της φρουράς, να μην αργούν ειπέ τους.
Θαρρώ 'πού τους ακούω. Στάσου! Τις ει;
Εισέρχονται ΟΡΑΤΙΟΣ και ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ.
Φίλοι
του τόπου τούτου.
Υπήκοοι της Δανιμαρκίας.
Καλή σας νύκτα.
Χαίρε, τίμιε στρατιώτη·
ποιος σ' άλλαξε;
Την θέσιν μου ο Βερνάρδος έχει.
Καλή σας νύκτα. [Εξέρχεται.
Ε! φίλε Βερνάρδε!
Λέγε, —
ο Οράτιος είν' εκεί;
Κάπως εκείνος (2).
Καλώς ήλθες, Οράτιε, και συ, Μάρκελλέ μου.
Λοιπόν κείνο το πράγμα εφάνη απόψε πάλι;
Τίποτ' εγώ δεν είδα.
Ο φίλος μας Οράτιος
λέγει πως είναι της δικής μας φαντασίας·
δεν θέλει να πιστεύση 'ς τ' όραμα, οπού δύο
είδαμ' εμείς φοραίς με τρόμον της ψυχής μας·
τον κάλεσα δι' αυτό την νύκτα να περάση
απόψε 'ς την φρουράν μας, όπως, αν και πάλιν
το φάντασμ' έλθη, αυτός ο ίδιος δικαιώση
τους οφθαλμούς μας και συγχρόνως του ομιλήση.
Μπα! Δεν θα φανισθή.
Κάθισε ωστόσ' ολίγο
και νέαν έφοδον ας δώσωμε 'ς τ' αυτιά σου,
'πού αρματωμένα διώχνουν την διήγησίν μας,
αυτό 'πού δυο νυκτιαίς είδαμ' εμείς.
Ας ήναι·
ας καθίσωμ' εδώ· Βερνάρδε, ιστόρησέ τα.
Την περασμένην νύκτα, εψές, ενώ τ' αστέρι,
αυτό 'πού θέσιν έχει δυτικά του πόλου,
τον δρόμον του είχε τρέξη να φωτίση εκείνο
το ουράνιο μέρος, όπου τώρα σπινθηρίζει,
ο Μάρκελλος κ' εγώ, καθώς βαρούσε η μία, —
Στάσου, αντικόψου· ιδές, έρχεται πάλιν!
Εισέρχεται το ΠΝΕΥΜΑ
Όλος
εις την μορφήν του ο πεθαμένος βασιλέας!
Οράτιε, σπουδασμένος είσαι (3), ομίλησέ του.
Του βασιλέως δεν ομοιάζει; Κύττα, Οράτιε.
Πολύ, πολύ· με πιάνει θαυμασμός και φόβος.
Να του ομιλήσουν θέλει (4).
Ομίλησέ του, Οράτιε.
Ποιος (5) είσαι συ, 'πού αρπάζεις της νυκτός την ώραν
τούτην και το καλό και ανδρειωμένο σχήμα,
οπού 'χε ως πολέμαρχος η μεγαλειότης
του θαμμένου Δανού; (6) 'Σ το όνομα του Υψίστου,
ομίλησε.
Επειράχθη.
Ιδέ, μ' ανοικτό βήμα
τραβιέται!
Στάσου! Ομίλει! σ' εξορκίζω, ομίλει!
[Εξέρχεται το ΠΝΕΥΜΑ
Εχάθη και ν' αποκριθή δεν θέλει.
Τώρα,
Οράτιε, τι; συ τρέμεις κ' είσαι αχνός· δεν είναι
το πράγμα κάτι πλέον παρά φαντασία;
Πώς το εξηγείς;
Μα τον Θεόν, δεν θα ημπορούσα
να το πιστεύσω δίχως την ομολογίαν
την αισθητήν και αληθινήν των οφθαλμών μου.
Όλος δεν ομοιάζει με τον βασιλέα;
Όσον εσύ μ' εσέ· φορούσε αυτήν εκείνην
την πανοπλίαν, όταν με της Νορβηγίας
τον αυθάδ' ηγεμόνα 'ς τ' άρματα εμετρήθη·
ομοίως φοβερό το βλέφαρό του εφάνη,
όταν εις την ορμήν σφοδρής λογομαχίας
τους Πολωνούς 'ς τον πάγον βρόντησε απ' τ' αμάξι.
Είναι παράδοξο.
Και πριν δυο φοραίς άλλαις,
ομοίως και σωστά 'ς την ίδιαν νεκρήν ώραν,
με διάσκελο πολεμικό διαβήκ' εμπρός μας.
Μερικόν στοχασμόν δεν ξεύρω να μορφώσω
αλλά 'ς την ολικήν του νου μου βλέψιν τούτο
δηλοί 'πού συμφορά 'ς το κράτος μας θα σπάση.
Ας καθίσωμε, φίλοι, και όποιος ξεύρει ας είπη.
Τι βασανίζεται ο λαός όλην την νύκτα
άγρυπνος να φρουρή με προσοχήν μεγάλην;
Τι κανόνια ολημέρα χύνονται ορειχάλκου
και απ' έξω φέρνουν τόσα εφόδια του πολέμου;
Τι τόσους παίρνουν ναυπηγούς και τους βιάζουν,
ώστ' η εβδομάδα κυριακήν δι' αυτούς δεν έχει;
Τι μας προσμένει, οπού με τόσην αγωνίαν
η νύκτα εδόθη συνεργός εις την ημέραν;
Ποιος με πληροφορεί;
ΟΡΑΤΙΟΣ Εγώ, καθώς ο λόγος τρέχει κρυφά. Τον μακαρίτην βασιλέα, οπού τ' ομοίωμά του τώρα εφάνη εμπρός μας, τον είχε, ως ξεύρετε, 'ς την μάχην προκαλέση ο Φορτιμπράς, των Νορβηγών ο βασιλέας, ως εκεντήθη από σφοδρήν αντιζηλίαν. Ο ανδρείος μας Αμλέτος (κ' είχε ανδρείου φήμην 'ς το εδώθε μέρος όλο του γνωστού μας κόσμου), φονεύει αυτόν τον Φορτιμπράς, 'πού με συνθήκην, κλεισμένην όπως θέλει ο νόμος των αρμάτων, παράδιδε εις τον νικητήν με την ζωήν του όσα 'ς την κατοχήν του εκράτει εκείνος μέρη, και πάλι τόσην άλλην γην έβαζε κάτω ο βασιλέας μας, αντάξιον αρραβώνα, 'πού έμελλε του Φορτιμπράς να μείνη κλήρα, αν ενικούσεν, όπως τούτου οι τόποι επέσαν κτήμα του Αμλέτου, κατά τ' άρθρ' αυτής εκείνης της συμφωνίας. Τώρα ο Φορτιμπράς ο νέος, φωτιά γεμάτος, 'ς την ακράτητην ορμήν του, έχει συνάξη εδώθ' εκείθε, απ' όλα τ' άκρα της Νορβηγίας, πλήθος κηρυκτών κακούργων απελπισμένων, και τους τρέφει δια ν' αρχίση επιχείρημα κάποιο φοβερό, και τούτο (καθώς το βλέπει και η Κυβέρνησίς μας) είναι με τ' άρματα 'ς το χέρι να μας πάρη οπίσω όλους τους τόπους, όσους είχε, ως είπα πρώτα, χάση ο πατέρας του· και αυτός, καθώς νομίζω, των ετοιμασιών μας είναι ο μόνος λόγος, της νυκτοφυλακής αιτία, και αρχή πρώτη της βίας, της ορμής, του φοβερού θορύβου.
Κ' εγώ πιστεύ' ότ' είναι τούτο η μόνη αιτία,
και μ' αυτό κάπως συμφωνεί το θαύμα τούτης
της μορφής που διαβαίνει αρματωμένη εμπρός μας,
και τόσ' ομοιάζει με τον γέρον βασιλέα,
'πού των πολέμων τούτων ήταν κ' είναι η ρίζα.
Κάρφος (7) διά να θολώση του νοός το μάτι.
'Σ την Ρώμην (8), μες τα ύψος δόξης δαφνοφόρας,
ολίγο πριν ο φοβερός Ιούλιος πέση,
οι τάφοι αδειάσαν, και οι νεκροί σαβανωμένοι
εις τους δρόμους της Ρώμης θλιβερά θρηνούσαν·
άστρα με φλόγιναις ουραίς, αιματωμένα,
'ς τον ήλιον χαλασμοί (9), και ο νοτερός πλανήτης
'πού το βασίλειο κυβερνά του Ποσειδώνος,
έκλειψιν έπασχε κακήν, ως να 'χε φθάση
'ς της Κρίσεως την ημέραν (10) και όμοια σημεία
με τούτα, ωσάν προδρόμους τρομερών συμβάντων,
ως προμηνύματα κακά 'πού στέλν' η μοίρα,
και ωσάν προοίμια συμφοράς 'πού δεν θ' αργήση,
ο Ουρανός και η Γη συγχρόνως έχουν δείξη
'ς τα μέρη μας εδώ και των συμπολιτών μας.
Αλλά, αγάλι! κύττα εκεί, 'πώρχεται πάλιν!
Εισέρχεται το ΠΝΕΥΜΑ
Θα το σταυρώσω, και ας με κάψη. – Στάσου, απάτη!
Τα δώρο (11) αν έχεις της φωνής ή κάποιον ήχον,
ομίλησέ μου!
Αν τι καλό μπορεί να γίνη οπού να φέρη
ανάσασιν 'ς εσέ, 'ς τον εαυτόν μου χάριν,
ομίλησέ μου!
Αν της πατρίδος σου να πλέκ' η μοίρα ηξεύρεις
κακό, 'πού αν το προμάθ' ημπόρειε ν' αποφύγη,
ομίλησε!
Και αν θησαυρόν της αδικιάς (12) 'ς της γης τα σπλάχνα
έχεις κρύψη, όταν ζούσες, – ότι ακόμη τούτο
σας κάμνει, ω Πνεύματα, να νεκροπερπατήτε,
ως λέγουν, – α! φανέρωσέ το· στάσου· ομίλει!
[Λαλεί ο πετεινός.
Σταμάτησέ το, Μάρκελλε.
Θα το κτυπήσω
με την λόγχην μου;
Κτύπα το, αν δεν σταματήση.
Είν' εδώ!
Είν' εδώ!
Εχάθη!
[Εξέρχεται το πνεύμα
Το αδικούμε,
ενώ 'ς την όψιν φέρει τόσο μεγαλείον,
με σχήμα τάχα προσβολής να το ενοχλούμε,
ότι αλάβωτον είναι, καθώς είν' ο αέρας,
και κακόβουλο γέλιο τα κτυπήματά μας.
Θα μας ωμίλει, οπότε ο πετεινός ακούσθη.
Ναι, κ' εταράχθη ωσάν κριματισμένο πλάσμα
'ς το μήνυμα της καταδίκης· λέγουν ότι
ο πετεινός, που σαλπιστής της αυγής είναι,
τον θεόν της ημέρας εξυπνά μ' εκείνον
τον λάρυγγα, 'πού τόσον σέρνει ψιλόν ήχον,
και 'ς την κραυγήν του κάθε πνεύμα, όπου και αν ήναι,
'ς το πέλαγο ή 'ς το πυρ, 'ς την γην ή 'ς τον αέρα,
άστατο ενώ πλανάται, βιαστικά γυρίζει
'ς τα σύνορά του (13), και του λόγου μαρτυρίαν
ελάβαμεν εμείς εις ό,τι τώρα εφάνη.
Ελάλησεν ο πετεινός κ' εκείνο εχάθη.
Εις ταις παραμοναίς, ως λέγουν, της ημέρας
οπού δοξολογούν τα γέννα του Χριστού μας,
λαλεί τ' ορνίθι της αυγής όλην την νύκτα·
και τότε πνεύμα, ως λέγουν, δεν τολμά να βγαίνη·
αγαθαίς είναι η νύκταις, άστρο (14) δεν πληγόνει,
Νύμφη (15) καμμιά δεν βλάπτει, στρίγλα δεν μαγεύει,
τόσ' ο καιρός εκείνος είν' ευλογημένος.
Τ' άκουσα κ' είναι πιστευτόν· αλλά τηράτε
η Αυγή με πορφυρήν χλαμύδα πώς βαδίζει
'ς την δρόσον του βουνού 'πού υψόνετ' εκεί πέρα.
Ας σηκωθούμε απ' την φρουράν μας, και ό,τι απόψε
έχομε ιδή, φρονώ πως είναι ανάγκη ο νέος
Αμλέτος να το μάθη· επειδή το πνεύμα
κείνο, 'ς εμάς βουβό, 'ς αυτόν (16), θαρρώ, θα κρίνη.
Συμφωνείτε και σεις γνωστά 'ς αυτόν να γίνουν,
καθώς η αγάπη μας το θέλει και το χρέος;
Να γίνουν, ναι· και ηξεύρω εγώ το μέρος όπου
εύκαιρον σήμερα πρωί θα τον ευρούμε.
[Εξέρχονται
Αίθουσα του θρόνου εις το ΚΑΣΤΕΛΙ.
Σαλπισμοί. Εισέρχονται ΒΑΣΙΛΕΑΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
ΑΜΛΕΤΟΣ ΠΟΛΩΝΙΟΣ ΛΑΕΡΤΗΣ ΒΟΛΤΙΜΑΝΔΟΣ
ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΜΕΓΙΣΤΑΝΕΣ και ΑΚΟΛΟΥΘΟΙ
ΒΑΣΙΛΕΑΣ Αν και χλωρή 'ναι ακόμα η μνήμη του θανάτου του ποθητού μας αδελφού Αμλέτου, κ' ήταν πρέπον να θλίβεται η καρδιά μας, και ο λαός μας όλος να σκύφτη μ' ένα μέτωπο θλιμμένο, όμως 'ς την φύσιν τόσον αντιτάχθη ο λόγος, ώστε με θλίψιν γνωστικήν να τον ποθούμε, χωρίς να λησμονούμ' εμείς τον εαυτόν μας. Όθεν εμείς την άλλοτε αδελφήν μας, τώρα βασίλισσάν μας, σεβαστήν συγκληρονόμον του κράτους τούτου, οπού λαμπρύνει αρμάτων δόξα, θελήσαμε – με ηδονήν κάπως κομμένην, με ιλαρό το 'να μάτι, με το δάκρυ 'ς τ' άλλο, με γέλια 'ς την θανήν, με θρήνους εις τον γάμον, την χαράν με την πίκραν ίσια ζυγιασμένην – να νυμφευθούμε· και δεν έχομε αποκλείση, 'ς αυτό, την συνετήν σας γνώμην, 'πού ελευθέρως εβάδισε μ' εμάς· και σας ευχαριστούμε. Θα μάθετ' άλλο τώρα· ο Φορτιμπράς ο νέος, είτε κρίνει μικρήν την δύναμίν μας, είτε, διότι ο ποθητός απέθανε αδελφός μας, νομίζει πως βαθυά το κράτος μας εσείσθη, εκείνος, χωρίς να 'χη σύμμαχον ή μόνον το όνειρο 'πού βλέπει αυτής της ευκαιρίας, μήνυμα ετόλμησε βαρύ να μας κηρύξη, να παραδώσωμε 'ς αυτόν όλα τα μέρη όσα ο πατέρας του, με νόμιμην συνθήκην, προς τον ανδρείον αδελφόν μας είχε αφήση. Είπα δι' αυτόν και αρκούν· τώρα διά μας θα ειπούμε και τι σκοπεύει τούτ' η σύνοδός μας, κ' είναι το εξής· στέλνομε αυτά τα γράμματα 'ς τον θείον του Φορτιμπράς, 'ς των Νορβηγών τον βασιλέα – οπού κειτάμενος και ανίκανος δεν ξεύρει τον σκοπόν του ανεψιού του – να τον αντικόψη να προχωρήση, αφού μέσ' από τον λαόν του τους άνδραις παίρνει και στρατόν μορφόνει ο νέος· ιδού διατί πέμπομε σάς απεσταλμένους, εσέ, Βολτίμανδε, και σε, Κορνήλιέ μου, τούτους τους ασπασμούς να φέρετε εις τον γέρον της Νορβηγίας βασιλέα· κ' εξουσίαν δεν σας δίδομεν άλλην να πραγματευθήτε μ' αυτόν παρέκει απ' ό,τι ορίζουν μέσα τ' άρθρα εδώ (17) γραμμένα. Χαιρετώ σας, και ας μας δείξη η σπουδή σας τον ζήλον.
Εις αυτό και εις όλα
τον ζήλον μας θα δείξωμε.
Δεν αμφιβάλλω
ποσώς· και πάλιν χαιρετώ σας εγκαρδίως.
[Εξέρχονται ΒΟΛΤΙΜΑΝΔΟΣ και ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ.
Και τώρα συ, Λαέρτη, τι μας λέγεις νέο; κάποιαν αίτησιν είχες· τι ζητείς, Λαέρτη; Αν εξηγήσης γνωστικήν επιθυμίαν 'ς τον βασιλέα σου, τα λόγια δεν θα χάσης. Και ποίον έχεις πράγμα να ευχηθής, Λαέρτη, να μη προσφέρωμεν εμείς πριν το ζητήσης; Κεφαλή (18) και καρδιά τόσο αδελφαίς δεν είναι, τόσο εις το στόμ' αρμόδιον όργανο το χέρι, όσο είναι του πατρός σου ο θρόνος της Δανίας. Τι ποθείς από εμέ, Λαέρτη;
Σεβαστέ μου
Κύριε, την χάριν να επιστρέψω εις την Γαλλίαν,
όθεν πρόθυμος ήλθα εις την Δανίαν, όπως
'ς την στέψιν σου κ' εγώ το σέβας μου αποδώσω·
και αφού το 'χω αποδώση, ομολογώ 'πού κλίνουν
πάλιν οι πόθοι μου και ο νους προς την Γαλλίαν,
και ταπεινώς ζητούν την υψηλήν σου χάριν.
Του πατρός σου την άδειαν έχεις; Τι μας λέγει
ο Πολώνιος;
Την άδειαν, Κύριε, με την βίαν,
μ' επιμονήν μου επήρεν, ως 'πού την σφραγίδα
έθεσ' αναγκασμένος εις την θέλησίν του.
Συγχώρεσε, παρακαλώ, ν' αναχωρήση.
Λαέρτη, 'ς την καλήν σου ώραν, και δικός σου
να ήναι ο καιρός· χαίρου και αυτόν και τα λαμπρά σου
χαρίσματ', όπως η ψυχή σου επιθυμήση!
Και τώρ', Αμλέτε, ανεψιέ κ' υιέ μου, —
Κάπως (19)
ανέβηκε η συγγένεια και κατέβ' η αγάπη.
πώς συμβαίνει ότι νέφη ακόμη σε σκεπάζουν;
Κύριέ μου, ποσώς· πολύ 'ς τον ήλιον είμαι (20).
Γλυκέ μου Αμλέτε, αυτό ρίξε το μαύρο χρώμα (21),
και φίλου στρέψε βλέμμα προς τον βασιλέα.
Μη πάντοτε με βλέφαρα χαμηλωμένα
ζητής τον ευγενή πατέρα σου εις το χώμα.
Κοινό το πράγμα· ό,τι ζη θε ν' αποθάνη,
και απ' την φθαρτήν ζωήν περνάς 'ς την αιωνίαν.
Ναι, δέσποινα, κοινό (22).
Και αν είναι, διατί φαίνεται
παράδοξο 'ς εσέ;
Φαίνεται! Δέσποινά μου,
τι λέγεις; είναι· εγώ το φαίνεται δεν ξεύρω.
Ούτε, ω καλή μητέρα, η μαύρη φορεσιά μου,
ούτ' όσα θλιφτικά ρούχα η συνήθεια θέλει,
ούτ' άνεμοι αναστεναγμών βιαστά σπρωγμένοι,
όχι, αλλ' ούτε 'ς τα μάτια ζωντανή πλημμύρα,
ούτε η κατήφεια του προσώπου, και όλ' οι τρόποι
του πόνου και η μορφαίς, δεν φθάνουν να με δείξουν·
εκείνα φ α ί ν ο ν τ α ι τωόντι, ότ' είναι πράξες
οπού αν θέλη κάνεις ταις παίζει· αλλ' ό,τι έχω
μέσα μου, σχήμα δεν το δείχνει· αυτά δεν είναι
παρά οι στολισμοί, τα φάλαρα της λύπης.
ΒΑΣΙΛΕΑΣ Χαριτωμένος είσ', επαινετός, Αμλέτε, να θρηνής ευλαβώς την μνήμην του πατρός σου· αλλ' είχε χάση και ο πατέρας σου πατέρα, τούτος τον ιδικόν του πρώτα, και οποίος μένει πρέπει ως καλός υιός της λύπης του το σέβας προς καιρόν ν' αποδώση· αλλά μέσα 'ς το πένθος να κλείεται με πείσμα, τούτ' είναι ανταρσία ασεβής, θλίψις όχι ανδρός, και δείχνει γνώμην κακήν προς τον θεόν, αστήρικτην καρδίαν, δείχνει ανυπότακτην ψυχήν και δείχνει πνεύμα αδίδακτο, μωρό· πώς κείνο, 'πού αναγκαίως ξεύρομ' ότι θα γίνη και κοινόν υπάρχει ως το κοινότερο αισθητό πράγμα του κόσμου, να παίρνωμεν εμείς κατάκαρδα με τόσην μωρήν αντίστασιν; Είν' εντροπή, και κρίμα προς τον θεόν, προς τους νεκρούς και προς την Φύσιν, και προσβολή 'ς το Λογικό, 'πού κάθε ημέραν πατέρων μνημονεύει πανταχού θανάτους, οπού κραυγάζει, από το λείψανο το πρώτο ως τον σημερινόν απεθαμένον· «Τούτο θα ήναι». Και λοιπόν τούτην εσύ την λύπην, την άσκοπην, παρακαλώ να ρίξης χάμω· στοχάσου με ως πατέρα· ναι, και τώρα ο κόσμος ότ' είσ' ο εγγύτατος του θρόνου μας ας μάθη, και ότι μ' αυτό σου δίδω τόσο αγάπης βάθος, όσο έχει 'ς τον υιόν του τρυφερός πατέρας. Και τώρα η διάθεσίς σου, να επιστρέψης πάλιν 'ς της Βυττεμβέργης την σχολήν (23), είν' εναντία 'ς τον πόθον μας πολύ· και σε παρακαλούμε να μην αναχωρήσης, αλλ' εδώ να μείνης 'ς την ιλαρήν παρηγοριά των οφθαλμών μας, πρώτος μας αυλικός, ανεψιός κ' υιός μας.
'Σ την μητέρα σου, Αμλέτε, μην αδιαφορήσης,
'πού σε παρακαλεί θερμώς μ' εμάς να μείνης·
αν μ' αγαπάς, 'ς την Βυττεμβέργην μη πηγαίνης.
Δέσποινα, 'ς ό,τι δυνηθώ θα σε υπακούσω.
Απόκρισις καλή και σπλαχνική· θα ήσαι
εις την Δανίαν όμοιός μας. Δέσποινά μου,
πηγαίνομε· η γλυκειά και αβίαστη του Αμλέτου
παραδοχή μου ανοίγει της καρδιάς τα φύλλα.
Και προς χάριν αυτής, όσαις προπίν' υγείαις
με αλαλαγμούς χαράς την σήμερο η Δανία,
'ς τα νέφ' η κανονιαίς θα ταις αντιλαλήσουν,
και την βασιλικήν ξεφάντωσιν οι θόλοι
των ουρανών θ' αντιβοούν, ως ν' απαντούσαν
'ς εκείναις ταις βρονταίς της γης. Αναχωρούμε.
[Εξέρχονται όλοι εκτός του ΑΜΛΕΤΟΥ
ΑΜΛΕΤΟΣ Αχ! να ημπορούσε τούτη τόσο στέρεη σάρκα να ξεπαγώση και ως αχνός δροσιά να γίνη! ή τον νόμον του ο Πλάστης να μην είχε στήση να τιμωρή τον αυτοφόνον! Θε μου, ω Θε μου, πόσο άνοστα, κοινά και ανώφελα και αχρεία φαίνοντ' όλα 'ς εμέ τα έργ' αυτού του κόσμου! Φάσκελα να 'χουν! Κήπος είναι χορτιασμένος μες το ξεσπόριασμά του, και όλον τον γεμίσαν χοντροειδή φυτά και ξεβλασταρωμένα. Αυτού να καταντήση! Απεθαμένος μόλις από δυο μήναις· ουδέ τόσο, ουδέ καν δύο. Τι εξαίσιος βασιλέας! Υπερίων ήταν και τούτος έμπροσθέν του Σάτυρος· ω πόσο τρυφερήν είχε αγάπην της μητρός μου! μήτε άνεμοι τ' ουρανού θα υπόφερνε να πνέουν σκληρά 'ς το πρόσωπό της! Α! θα το ενθυμούμαι; Γη και Ουρανοί! την είδα εγώ 'ς τον τράχηλόν του να κρέμετ' ώστε ήθελε ειπής πως η τροφή της αύξαινε, αντί να παύη, την επιθυμίαν. Και όμως 'ς ένα μήνα, – ας μη το συλλογιούμαι, – Αδυναμία! τ' όνομά σου είναι γυναίκα! – 'ς ένα μήνα μικρόν! ή πριν τριφθούν εκείνα τα υποδήματα 'πού 'χε 'ς του δυστυχισμένου πατρός μου την θανήν, κλαμένη ως η Νιόβη, αυτή εκείνη – Ω Θε! και κτήνος, στερημένο του λογικού, το πένθος θα κρατούσε πλέον, – εκείνη αμέσως με τον θείον μου ενυμφεύθη, αδελφόν του πατρός μου και όμοιον του πατρός μου όσ' ομοιάζω εγώ τον Ηρακλέα. 'Σ ένα μήνα; ενώ τα πρισμένα μάτια της ακόμη κοκκίνιζε η πικράδα δολερών δακρύων, ενυμφεύθη. Ω! κακή σπουδή να πέση αμέσως 'ς επικατάρατα φιλιά! Καλό δεν είναι ούτε καλό τέλος θα λάβη· αλλά, καρδιά μου, πνίγου, επειδή την γλώσσαν πρέπει να κρατήσω.
Εισέρχονται ΟΡΑΤΙΟΣ ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ και ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ
Υψηλότατε, χαίρε!
Πόσην χαράν έχω
ότι σας βλέπω και υγιείς· είν' ο Οράτιος
ή ξέχασα τον εαυτόν μου;
Εκείνος είμαι,
και πάντοτε ο πτωχός σου δούλος, Κύριέ μου.
Όχι, ο καλός μου φίλος· θ' ανταλλάξω εκείνο
το επίθετο με σε. Και τι λοιπόν, Οράτιε,
τι σ' έφερ' εδώ τάχ' από την Βυττεμβέργην; —
Ο Μάρκελλος (24);
Καλέ μου Κύριε, —
Πολύ χαίρω
ότι σε βλέπω – (προς τον Βερν.) Κύριε, καλή 'σπέρα. – Λέγε,
τι σ' έφερ' εδώ τάχ' από την Βυττεμβέργην;
Καλέ μου Κύριε, κλίσις προς την οκνηρίαν.
Αλλ' ούτ' εχθρός σου αυτό να λέγη εσυγχωρούσα·
και μη τόσο σκληρά τ' αυτιά μου υποχρεώσης
δικήν σου εις βάρος σου ν' ακούσουν μαρτυρίαν·
καλώς γνωρίζ' ότι οκνηρός εσύ δεν είσαι.
Αλλά 'ς την Ελσινόρην τι ζητείς; Πριν φύγης
θα μάθης από εμάς να πίνης ανδρειωμένα (25).
Ήλθα, Κύριε, να ιδώ το ξόδι του πατρός σου.
Συμμαθητή μου, αν μ' αγαπάς, μη μ' αναπαίζης·
ήλθες να ιδής, θαρρώ, τους γάμους της μητρός μου.
Κύριε, πολύ σιμά τωόντι ακολουθήσαν.
Οικονομία, φίλε, νοικοκυροσύνη!
Απ' το νεκρόδειπνο (26) τα κρέατα ψημένα
κρύα πέρασαν εις του γάμου το τραπέζι.
Να είχ' απαντήση (27) τον χειρότερον εχθρόν μου
'ς τους Ουρανούς, και όχι να ιδώ τέτοιαν ημέραν.
Ο πατέρας μου, – ναι, μου φαίνεται, τον βλέπω,
Ω! Κύριε, πού;
'Στον οφθαλμόν του νου μου, Οράτιε.
Μία φορά τον είδα· εξαίσιος βασιλέας!
Αχ! ήταν άνθρωπος, 'πού, εις όλ' αν θα τον κρίνης,
δεν ελπίζω εις την γην να ιδώ τον όμοιόν του.
Κύριε, λογιάζω πως εψές τον είδα.
Είδες
συ; ποίον;
Τον πατέρα σου, τον βασιλέα.
Τον βασιλέα, τον πατέρα μου, —
Ολίγαις
στιγμαίς τον θαυμασμόν σου δάμασε, να δώσης
όλην την προσοχήν σου ως 'πού να φανερώσω
'ς εσέ το θαύμα τούτο, με την μαρτυρίαν
εδώ των φίλων.
Προς Θεού, λέγε ν' ακούσω.
Δύο νυκτιαίς, εις την αράδα, τούτ' οι φίλοι,
ο Μάρκελλος με τον Βερνάρδον, 'ς την φρουράν τους,
'ς την νεκρήν κ' έρμην ώραν του μεσονυκτίου,
απάντησαν το εξής· μορφή 'σάν του πατρός σου,
όλη με τ' άρματα πατόκορφα ζωσμένη,
φαίνετ' εμπρός τους, και με βάδισμα γενναίο
αργά και μεγαλοπρεπώς περνά σιμά τους·
και τρεις εβάδισε φοραίς, εις διάστημ' όσο
το σκήπτρο 'πού φορούσ', εμπρός 'ς τα τρομασμένα
Θαμπά τους μάτια· και απ' του φόβου την ενέργειαν
εκείνοι στραγγισμένοι ωσάν πηκτή παγόνουν,
στέκουν βουβοί, δεν του ομιλούν. Τούτο 'ς εμένα
ξεμυστηρεύθηκαν αυτοί και ακόμη ετρέμαν.
Κ' εγώ την τρίτην νύκτα εφρούρησα μαζί τους·
και αυτού 'ς την ίδιαν ώραν, με το ίδιο σχήμα,
απαράλλακτα ως είχαν περιγράψη εκείνοι,
το φάντασμ' ήλθεν· έχω, Κύριε, γνωρίση
τον πατέρα σου· το 'να χέρι μου με τ' άλλο
δεν ομοιάζουν τόσον.
Αλλά πού συνέβη
τούτο;
Κει, 'πού 'μασθε φρουρά, 'ς τον προμαχώνα.
Του ωμιλήσετε σεις;
Εγώ μάλιστα, Κύριε,
αλλά δεν αποκρίθη, μόνον, ως μου εφάνη,
σήκωσε μια φορά την κεφαλήν και κάπως
έδειξε να κινήται ωσάν διά να ομιλήση,
όταν ακούσθη ξάφνου της αυγής τ' ορνίθι
να λαλήση σφικτά, και 'ς την κραυγήν του εκείνο
τραβίχθη βιαστικά κ' εχάθη απ' έμπροσθέν μας.
Παράδοξο πολύ.
Και όμως ως ζω και υπάρχω
τούτ' είναι η μόνη αλήθεια, Κύριε σεβαστέ μου,
κ' είπαμεν ότι μας επρόσταζε το χρέος
να σου τα κάμωμε γνωστά.
Τωόντι, ω φίλοι.
Αλλά το πράγμα με ταράζει. Θα φρουρήτε
απόψε;
Κύριε, θα φρουρούμε.
Αρματωμένος
λέγετε;
Αρματωμένος, Κύριέ μου.
Όλος
από την φτέρναν 'ς την κορφήν;
Μάλιστα, Κύριε,
ολόβολος.
Λοιπόν εσείς το πρόσωπό του
δεν είδετε;
Ναι, Κύριε, το είδαμε βεβαίως,
την προσωπίδα ως είχεν ανασηκωμένην.
Πώς ήταν; άγριο το ανάβλεμμά του;
Πλέον
λύπην παρά θυμόν φανέρονε 'ς την όψιν.
Χλωμός ή κόκκινος;
Χλωμός πολύ.
Και είχε
επάνω σας τα μάτια στυλωμένα;
Όλην
ασάλευτα την ώραν.
Να παρευρισκόμουν
ήθελ' αυτού.
Μεγάλην θα αισθανόσουν φρίκην.
Πιθανώς, πιθανώς. Πολύν καιρόν εστάθη;
Ως να μετρήσης εκατόν και όχι με βίαν.
Πλειότερο, πλειότερο.
Αλλ' όχι οπότε
το είδα εγώ.
Τα γένεια στακτερά δεν είχε;
Τα είχε, ως όταν ζωντανόν τον είδα, μαύρα
σπαρμέν' ασήμι.
Απόψε θέλει εγώ φρουρήσω
ίσως και πάλι περπατήση.
Το εγγυούμαι.
Εάν πάρη το σχήμα του αγαθού πατρός μου,
θα του ομιλήσω και αν το στόμ' ανοίξη ο Άδης
σιγήν να μου προστάξη· και, παρακαλώ σας,
αν την όψιν αυτήν έχετε ως τώρα κρύψη,
'ς την φυλακήν ας μείνη ακόμη της σιωπής σας,
και ό,τι άλλο τύχη να συμβή τούτην την νύκτα,
δώστε του τόπον εις τον νουν και όχι 'ς την γλώσσαν.
Θέλει ανταμείψω την αγάπην σας· και τώρα
έχετε υγείαν, και κοντά 'ς το μεσονύκτι
θε να σας ανταμώσω εκεί 'ς τον προμαχώνα.
Τα χρέη μας 'ς την Υψηλότητά σου.
Αγάπην
θέλω από σας όσην σας έχω· χαιρετώ σας.
[Εξέρχονται όλοι εκτός του ΑΜΛΕΤΟΥ.
Το πνεύμα του πατρός μου 'ς τ' άρματα! δεν είναι καλά τα πάντα· υπάρχει κάτι αισχρό παιγνίδι· Ω νύκτα, φθάσε! Ως τότε ησύχαζε, ω ψυχή μου! Έργα (28) μιαρά θα βγουν 'ς το φως φανερωμένα, και αν 'ς την καρδιά της μέσα η γη τα 'χει κρυμμένα.
[Εξέρχεται.
Эта и ещё 2 книги за 399 ₽
Чтобы воспользоваться акцией, добавьте нужные книги в корзину. Сделать это можно на странице каждой книги, либо в общем списке: