Бесплатно

Ο Βίος του Χριστού

Текст
0
Отзывы
iOSAndroidWindows Phone
Куда отправить ссылку на приложение?
Не закрывайте это окно, пока не введёте код в мобильном устройстве
ПовторитьСсылка отправлена

По требованию правообладателя эта книга недоступна для скачивания в виде файла.

Однако вы можете читать её в наших мобильных приложениях (даже без подключения к сети интернет) и онлайн на сайте ЛитРес.

Отметить прочитанной
Ο Βίος του Χριστού
Шрифт:Меньше АаБольше Аа

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'
Η Γέννησις

Οι αγραυλούντες ποιμένες. – Ένα Χάνι ανατολικόν. – Το σπήλαιον της Βηθλεέμ. – Η απογραφή. – Ο Ιωσήφ και η Μαρία. – «Ουχ ην αυτοίς τόπος εν τω καταλύματι». – Η φάτνη και το παλάτιον. – Η γέννησις. – Προσκύνησις των ποιμένων. – Φαντασία και πραγματικότης. – Αντίθεσις των Ευαγγελίων προς τα Απόκρυφα.

Εις απόστασιν ενός μιλίου από την Βηθλεέμ, υπάρχει μικρά τις πεδιάς και εν αυτή δάσος ελαιών, όπου κείται η απέριττος και παραμελημένη εκκλησία η γνωστή υπό το όνομα «Ο Άγγελος εις τους Ποιμένας». Η εκκλησία αυτή ορθούται εν τω μέσω του καθαγιασμένου εκείνου τόπου, όπου, κατά την ωραίαν γλώσσαν του ευαγγελιστού Λουκά, την μελωδικωτέραν ειδυλλίου διά παν χριστιανικόν ους, – «ήσαν ποιμένες αγραυλούντες και φυλάσσοντες φυλακάς της νυκτός επί την ποίμνην αυτών· και ιδού άγγελος Κυρίου επέστη αυτοίς και δόξα Κυρίου περιέλαμψεν αυτούς» – και εις τα μακάρια ώτα των απήχησε το χαρωπόν άγγελμα, ότι την ημέραν εκείνην ετέχθη εν τη πόλει Δαυίδ εις Σωτήρ, ο Χριστός ο Κύριος.

Παν ό,τι συνδέεται με την γέννησιν του Χριστού είναι ταπεινόν, και αυτό δε το μέρος όπου είδε το φως της ημέρας ανακαλεί αναμνήσεις πενίας και μόχθων. Εκείνην την νύκτα, εφαίνετο αληθώς, ότι οι ουρανοί έμελλον να ραγώσιν, όπως αποκαλύψωσιν όλην την θείαν αρμονίαν των, όλην την ακτινοβόλον χαράν των. Αλλ' από τους ολίγους κατανυκτικούς στίχους του Λουκά, διά των οποίων περιγράφεται η γέννησις, δεν πληροφορούμεθα αν το μήνυμα του αγγέλου ήκουσαν και άλλοι εκτός των αγραυλούντων ποιμένων ενός πτωχικού χωρίου.

«Και εξαίφνης», προσθέτει ο μόνος Ευαγγελιστής, όστις αφηγείται τα περιστατικά της αξιομνημονεύτου εκείνης νυκτός καθ' ην εγεννήθη ο Χριστός, εν τω μέσω της αδιαφορίας ενός κόσμου μη υποπτεύοντος τον λυτρωτήν του. «Εγένετο συν τω αγγέλω πλήθος στρατιάς ουρανίου, αινούντων τον Θεόν και λεγόντων, «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη· εν ανθρώποις ευδοκία».

Ηδύνατο να ελπίζη τις, ότι η ευσέβεια η χριστιανική θα εξωράιζε σήμερον το μέρος της γεννήσεως του Σωτήρος με υπέρλαμπρα μνημεία, και θα επλαισίου το άξεστον σπήλαιον των ποιμένων με τα πάλλευκα μάρμαρα και με τα περίκομψα μωσαϊκά μεγαλοπρεπούς τινος ναού. Αντί τούτου, η Εκκλησία του Αγγέλου, του ευαγγελισθέντος εις τους ποιμένας την χαράν την μεγάλην, είναι μία απλή κρύπτη πενιχρά· και ενώ ο προσκυνητής κατέρχεται τας ολίγας βαθμίδας τας τεθραυσμένας, αίτινες φέρουν από το δάσος των ελαιών κάτω εις το σπήλαιον, μετά κόπου πολλού κατορθόνει να πείση εαυτόν ότι ευρίσκεται εις ιερόν χώρον. Ίσως όμως να συνετέλεσεν εις την ατημελησίαν και εις την απλότητα της διασκευής η συναίσθησις, ότι η πενιχρότης του ναΐσκου αδελφόνεται αρμονικώς με το ταπεινόν επάγγελμα των ποιμένων, εις τα θαμβωμένα όμματα των οποίων επεφάνη το αστράπτον όραμα.

«Διέλθωμεν δη έως Βηθλεέμ, και ίδωμεν το ρήμα τούτο το γεγονός, ό ο Κύριος εγνώρισεν ημίν», είπον οι ποιμένες, όταν οι αίνοι των αγγέλων έπαυσαν να ταράσσουν την σιγήν των άστρων. Και ανήλθον τον ομαλόν λόφον τον απέναντι, και διασχίσαντες τους σεληνόφωτους κήπους της Βηθλεέμ, έφθασαν εις την κορυφήν της φαιάς λοφοσειράς, επί της οποίας είνε κτισμένη η πόλις. Επί της κορυφής εκείνης ευρίσκετο το πανδοχείον του χωρίου. Την εποχήν εκείνην, το χάνι ενός χωρίου της Συρίας ήτο πιθανώς όμοιον, και ως προς την εξωτερικήν άποψιν και ως προς την εσωτερικήν διάταξιν, με τα υπάρχοντα και σήμερον εις την σύγχρονον Παλαιστίνην. Το χάνι είνε χαμηλή οικοδομή λιθόκτιστος, με έν μόνον πάτωμα συνήθως. Περιλαμβάνει δε ως επί το πλείστον μίαν τετράγωνον αυλήν περίφρακτον, εντός της οποίας προσδένονται τα ζώα και φυλάσσονται την νύκτα ασφαλώς, και έν χαμηλόν ισόγειον προς διαμονην των οδοιπόρων. Το λ ε β ά ν, ήτοι το σανιδόστρωτον έδαφος του ισογείου, είνε ανυψωμένον ένα πόδα υπέρ την επιφάνειαν της αυλής. Έν μεγάλον και ευρύχωρον χάνι δύναται να περιλαμβάνη πολλά τοιαύτα ισόγεια, τα οποία πράγματι ουδέν άλλο είνε ειμή χαμηλά δωμάτια άνευ τοίχου προς το μέρος της αυλής. Το χάνι συνεπώς είνε μέρος δημόσιον· παν ό,τι γίνεται εντός αυτού, περιπίπτει εις την αντίληψιν πάντων των ξενιζομένων. Εκτός τούτου στερείται εντελώς επίπλων. Ο οδοιπόρος δύναται να φέρη το στρώμα του αν θέλη, ημπορεί να καθήση σταυροπόδι να φάγη, και να κοιμηθή κατόπιν επ' αυτού. Κατά κανόνα, πρέπει να φέρη μαζύ του και την τροφήν του, να περιποιήται μόνος τα ζώα του, να τα ποτίζη μόνος του. Δεν ελπίζει, αλλ' ούτε και απαιτεί να τον υπηρετούν, και αντί ελαχίστης δαπάνης ευρίσκει ασφάλειαν, στέγην και χώρον να κοιμηθή.

Εν Παλαιστίνη συμβαίνει κάποτε ολόκληρον το χάνι, ή τουλάχιστον η αυλή η προωρισμένη διά τα ζώα, να είνε έν από τα απειράριθμα εκείνα σπήλαια, τα οποία αφθονούν εις τας πλευράς των αργιλλωδών λόφων της. Τοιούτο φαίνεται να ήτο και το χάνι της Βηθλεέμ, του μικρού χωρίου του περιλαμβανομένου εν τη περιοχή της φυλής του Ιούδα. Ο Ιουστίνος ο απολογητής, όστις εγνώριζε κάλλιστα την Παλαιστίνην, και όστις έζησεν ένα σχεδόν αιώνα μετά την εποχήν του Χριστού, τοποθετεί την σκηνήν της γεννήσεως εντός σπηλαίου. Και τοιαύτη πράγματι είνε η αρχαία και αναλλοίωτος παράδοσις της τε Ανατολικές και Δυτικές Εκκλησίας, είνε δε η μόνη εκ των ολίγων, εις τας οποίας, καίτοι σιωπά περί αυτών η ιστορία των Ευαγγελίων, δυνάμεθα να προσδώσωμεν λογικήν τινα πιθανότητα. Υπέρ το σπήλαιον τούτο ηγέρθη η Εκκλησία και η Μονή της Γεννήσεως, και εντός άλλου τινός σπηλαίου, παραπλεύρως τούτου, κατηνάλωσε τριάκοντα έτη του βίου του εις μελέτας και εις νηστείας και εις προσευχάς είς από τους μάλλον πεπαιδευμένους και τους μάλλον ευφυείς Πατέρας της Εκκλησίας, ο μέγας Άγιος Ιερώνυμος, εις τον οποίον οφείλεται η κοινώς παραδεδεγμένη μετάφρασις της Βίβλου εις την λατινικήν.

Από την βορεινήν κατοικίαν του εν Ναζαρέτ, ο Ιωσήφ, ο ξυλουργός του χωρίου, παρέλαβε την Μαρίαν, την μνηστήν του την έγκυον, και εξεκίνησε μαζύ της διά μέσου των αμπελοφύτων δρόμων προς το χωρίον, όπου είχε ζήσει ο μέγας πρόγονός των ο Δαυίδ, όταν ήτο ακόμη μικρός ποιμήν βόσκων τα πρόβατά του επί των λόφων. Σκοπός της κουραστικής ταύτης οδοιπορίας, ήτις δεν ηδύνατο παρά να είνε ενοχλητική διά τας καθιστικάς έξεις τας ηρέμους του ανατολικού βίου, ήτο να καταγράψουν τα ονόματά των, ως μελών της φυλής του Δαυίδ, εις μίαν απογραφήν διαταχθείσαν υπό του αυτοκράτορος Αυγούστου. Εν τη πολιτική υπεροχή του Ρωμαϊκού Κράτους, του οποίου απετέλει τότε μέρος και η Ιουδαία, μία μόνον λέξις του Αυτοκράτορος ήρκει, όπως εξασφαλίση την εκτέλεσιν των διαταγών του και εις αυτάς τας απωτέρας γωνίας του πεπολιτισμένου κόσμου. Όσον μεγάλαι και αν είνε αι ιστορικαί δυσκολίαι, αίτινες παρεντίθενται εις την ακριβή εξακρίβωσιν της απογραφής ταύτης, φαίνεται όμως, ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύωμεν, ότι διετάχθη αρχικώς υπό του Σεντίου Σατουρνίνου, ότι εγένετο έναρξις αυτής υπό του Ποπλίου Σουλπικίου Κυρηνίου, όταν διετέλεσε κατά πρώτην φοράν ύπατος της Συρίας, και ότι συνεπληρώθη κατά την δευτέραν περίοδον της υπατείας του. Εκ σεβασμού προς τας Ιουδαϊκάς προλήψεις, πάσα παράβασις των οποίων ηδύνατο να δώση αφορμήν εις σφοδράς ταραχάς και εις ανταρσίαν, η απογραφή αυτή δεν εξετελείτο κατά την συνήθη ρωμαϊκήν μέθοδον, δήλα δή εις τον τόπον της διαμονής εκάστου προσώπου, αλλά συμφώνως προς τα Εβραϊκά έθιμα, ήτοι εις την πόλιν, από την οποίαν αρχικώς κατήγετο πάσα οικογένεια. Οι Ιουδαίοι ήσαν ακόμη αφωσιωμένοι εις τας γενεαλογίας των και εις την ανάμνησιν των φυλετικών σχέσεων, των εκλειψασών προ πολλού· και μολονότι η οδοιπορία ήτο επίπονος και ενοχλητική, ο Ιωσήφ όμως ανεκουφίζετο από την ανάμνησιν της ηρωικής καταγωγής του, ήτις έμελλε μετ' ολίγον να του αναγνωρισθή επισήμως και αδιαμφισβήτητως, και από την λάμψιν των Μεσσιακών ελπίδων, με τας οποίας θα έβλεπε το φως της ημέρας το βρέφος το θείον, το περικλειόμενον τώρα εις τα σπλάγχνα της μνηστής του.

Η οδοιπορία εις την Ανατολήν είνε πάντοτε νωθρά και βραδεία, και θα ήτο βεβαίως περισσότερον τότε, αν, όπως είνε πιθανώτατον, η χώρα εταράσσετο κατ' εκείνην την εποχήν από πολιτικάς εχθροπαθείας. Ίσως η Ιερουσαλήμ, ήτις απέχει της Βηθλεέμ μόνον έξ μίλια, να υπήρξεν ο τελευταίος σταθμός του Ιωσήφ και της Μαρίας, προτού φθάσουν εις το τέρμα του ταξειδίου των. Αλλά της μητρός – παρθένου την πορείαν θα επεβράδυνον βεβαίως κατ' ανάγκην η βαρεία σωματική χαύνωσις, η προερχομένη εκ της εγκυμοσύνης, και αι αρχίζουσαι ίσως τώρα ωδίναι του τοκετού. Άλλοι οδοιπόροι, ταξειδεύοντες προς τον αυτόν σκοπόν, θα τους άφισαν πολύ οπίσω εις τον δρόμον τον ανωφερή, τον διερχόμενον από το φρέαρ του Δαυίδ, και άγοντα επάνω εις την κορυφήν της λοφοσειράς, όπου ήτο εκτισμένον το χάνι. Πιθανώς τούτο να έκειτο επί της τοποθεσίας του κατηρειπωμένου ήδη φρουρίου το οποίον είχε κτίσει ο Δαυίδ· και αν τούτο είνε αληθές, εκάλυπτε βεβαίως τον χώρον όπου έκειτο προ χιλίων ετών η κληρονομική οικία του Ωβήδ, του Ιεσσαί και του Δαυίδ. Κατά την άφιξίν των όλα τα χαμηλά ισόγεια δωμάτια ήσαν κατειλημμένα. Η απογραφή είχε προσελκύσει τόσους ξένους εις την πόλιν, ώστε «ουκ ην αυτοίς τόπος εν τω καταλύματι». Εντός του κρυερού σπηλαίου του αργιλλώδους λόφου, το οποίον εχρησίμευεν ως σταύλος εις το πανδοχείον, εν τω μέσω του χόρτου και των αχύρων με τα οποία είχε στρωθή το έδαφος διά να τρώγουν τα ζώα, εν τη από της μακράς οδοιπορίας εξαντλήσει μακράν από το σπήτι των, εν τω μέσω ξένων, εν τη παγετώδει χειμερινή νυκτί, – υπό περιστάσεις καθ' ας έλειπε πάσα άνεσις και πάσα περιποίησις μέχρι τοιούτου βαθμού, ώστε είνε αδύνατον να φαντασθή τις ταπεινοτέραν γέννηση – ετέχθη ο Υιός του ανθρώπου!

Εις απόστασιν ολίγων μιλίων επί της ομαλής και επιπέδου κορυφής του δυσβάτου και απομεμονωμένου λόφου, όστις καλείται σήμερον εις την διάλεκτον των Συρίων «Το όρος του μικρού Παραδείσου», έκειτο το παλάτιον του Ηρώδου του Μεγάλου. Τα μέγαρα τα μεγαλοπρεπή των φίλων του και των αυλικών του περιεστοίχιζον το ανάκτορον πανταχόθεν, κτισμένα ολοτρόγυρα εις τους πρόποδας του υψώματος. Οι ταπεινοί οδοιπόροι, διερχόμενοι εκείθεν, ήκουον την ηδυπαθή μουσικήν και τα οργιώδη άσματα, με τα οποία εωρτάζοντο τα συμπόσια του Ηρώδου, ή τας βραχνάς φωνάς των αγροίκων μισθωτών, των οποίων τα όπλα επέβαλλον την υποταγήν εις τον δεσποτικόν αυθέντην. Αλλ' ο αληθής Βασιλεύς των Ιουδαίων, – ο γνήσιος Αυθέντης του Σύμπαντος, – δεν κατώκει εις παλάτιον κ' εις φρούριον. Οι σταύλοι του πενιχρού πανδοχείου ήσαν πολύ καταλληλότερον μέρος διά να γεννηθή Εκείνος, όστις ήλθε ν' αποκαλύψη εις τον κόσμον ότι η ψυχή του μεγαλειτέρου μονάρχου δεν είνε ούτε προσφιλεστέρα ούτε μεγαλειτέρα εις τα όμματα του Θεού από την ψυχήν του ταπεινοτέρου δούλου του. Εκείνος, όστις δεν είχε πού την κεφαλήν κλίνη. Εκείνος, όστις από του ξύλου της ατιμίας έμελλε να βασιλεύση του κόσμου.

 

Οδηγούμενοι από το φως της λυχνίας, ήτις συνήθως κρέμαται διά σχοινίου εν τω μέσω της εισόδου του πανδοχείου, οι ποιμένες εισήλθον εις το χάνι της Βηθλεέμ, και εύρον την Μαρίαν και τον Ιωσήφ, και το νεογέννητον κατακείμενον εν τη φάτνη των αλόγων. Η φαντασία των ποιητών και των ζωγράφων ενετρύφησεν αείποτε εις ποικίλας φανταστικάς αναπαραστάσεις της υπερόχου ταύτης σκηνής. Έψαλαν τους αιγλήεντας, τους ουρανίους αγγέλους, οίτινες επτερύγιζον περί την φάτνην, και τα άστρα τα επιβραδύναντα την περιστροφικήν κίνησίν των, διά να χύσουν το φέγγος των εις το μειδιών εκείνο βρέφος. Εζωγράφισαν την ακτινοβολίαν του φωτός το οποίον εξέπεμπεν η φάτνη, καταυγάζουσα τα πέριξ, του φωτός του εκθαμβωτικού, όπερ ηνάγκαζε τους παρισταμένους ν' αποστρέφουν τους οφθαλμούς από την ουρανίαν εκείνην λάμψιν. Όλα όμως αυτά απέχουν πολύ από την πραγματικότητα. Τα έκπαγλα εκείνα θεάματα, άτινα παριστάνουν ως ιδόντας τους μάγους, τα είδε μόνον ο οφθαλμός της πίστεως· και ό,τι εκείνοι είδον πραγματικώς, ήτο είς απλούς χωρικός από την Γαλιλαίαν, μεσήλιξ ήδη, ο Ιωσήφ, και μία νεαρά μήτηρ η Μαρία, η παρθένος σύζυγος η τεκούσα το θείον τέκνον και σπαργανώσασα αυτό διά των ιδίων χειρών της και «ανακλίνασα αυτό εν τη φάτνη», αφού ουδείς άλλος παρίστατο εις εκείνην την κατανυκτικήν σκηνήν του τοκετού διά να την βοηθήση. Το φως το αυγάζον εν τω σκότει δεν ήτο φυσικόν, ήτο ακτίς πνευματική· και δεν εχαμογέλασαν οι ουρανοί εις όλον το ανθρώπινον γένος, αλλά μόνον εις ολίγας πιστάς και ταπεινάς καρδίας.

Τα Ευαγγέλια, πάντοτε φιλαλήθη, με την θέλγουσαν εκείνην απλότητά των, ήτις είνε η σφραγίς της ειλικρινούς και απροσποίητου αφηγήσεως, αναφέρουν το γεγονός τούτο άνευ σχολίων. Δεν υπάρχει εις αυτά η υπερβολή του απιστεύτου και του μυστηριώδους και του θαύματος, ήτις παρατηρείται εις τας Ιουδαϊκάς φαντασιοκοπίας διά τον ερχόμενον Μεσσίαν, και εις τας αποκρύφους αφηγήσεις τας σχετιζομένας με το θείον τέκνον. Η τρανωτέρα απόδειξις της αξιοπιστίας των ευαγγελιστών είνε η άκρα αντίθεσις της εργασίας των προς τα ψευδοευαγγέλια των πρώτων αιώνων και προς όλας τας άλλας φανταστικάς παραδόσεις. Αν τα Ευαγγέλιά μας δεν ήσαν αυθεντικά, θα έβριθον και αυτά από τας υπερβολάς αίτινες χαρακτηρίζουν πάσαν παράδοσιν των πρώτων χρόνων, αναφερομένην εις τον βίον του Σωτήρος. Διά τους αμαθείς και δι' όσων το πνεύμα δεν αυγάζει το φως της αληθείας, φαίνεται απίστευτον το να συντελεσθή το καταπληκτικώτερον γεγονός εν τη ιστορία του κόσμου άνευ αναστατώσεων και άνευ καταστροφών. Εις το Ευαγγέλιον του Αγίου Ιακώβου, το κοινώς γνωστόν υπό τον τίτλον «Πρωτευαγγέλιον», υπάρχει έν αλλόκοτον πραγματικώς κεφάλαιον εξιστορούν το πώς κατά την τρομεράν στιγμήν της γεννήσεως ο άξων του ουρανού εσταμάτησεν ακίνητος, και εσίγησαν τα πτηνά, και τα ποίμνια εσκορπίσθησαν καθ' όλας τας διευθύνσεις και εστάθησαν απολιθωμένα, και ανύψωσε την χείρα του ο ποιμήν διά να κτυπήση και η χειρ έμεινεν ανυψωμένη και αδρανής. Αλλά διά την πάνδημον αυτήν και εξαφνικήν σιγήν της επτοημένης και περιτρόμου φύσεως, διά τας μυστηριώδεις φωταυγείας, αίτινες περιέλουσαν επί στιγμήν όλα τα μέρη του κόσμου, και διά τον βουν και διά τον όνον που εγονάτισαν εις άφωνον λατρείαν προ της φάτνης Εκείνου, και διά την φωνήν του νεογνού, την εξαγγείλασαν αμέσως μετά την γέννησίν του εις την Μαρίαν ότι ήτο ο Υιός του Θεού, και διά τόσα άλλα θαύματα τα οποία ερριζώθησαν εις τας αρχαιοτέρας παραδόσεις, δεν υπάρχει το παραμικρόν ίχνος εν τη Νέα Διαθήκη.

Πόσον χρόνον η Παρθένος Μήτηρ και το άγιον τέκνον της έμειναν εις εκείνο το σπήλαιον; δεν δυνάμεθα να εξακριβώσωμεν. Το πιθανώτερον όμως είνε ότι η διαμονή δεν υπήρξε μακρά. Η λέξις «φάτνη», την οποίαν αναφέρει ο Λουκάς, δεν έχει ωρισμένην σημασίαν, και εκείνο το οποίον δυνάμεθα να εξακριβώσωμεν περί αυτής, είνε ότι χρησιμεύει ως μέρος όπου τρώγουν τα ζώα. Πιθανώς τα πλήθη τα συρρεύσαντα εις το χάνι να έμειναν ολίγας μόνον ώρας· και η κοινή φιλανθρωπία απήτει να μεταφερθή η μήτηρ και το τέκνον της εις καταλληλότερον μέρος προς ανάπαυσιν. Οι Μάγοι, όπως βλέπομεν εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, επεσκέφθησαν την Μαρίαν «εις την οικίαν». Αλλά τα Ευαγγέλια δεν χρονοτριβούν και δεν επιμένουν εις τα ασήμαντα αυτά επεισόδια. Ο Λουκάς δίδει πληρεστέραν περιγραφήν από τους άλλους, και η μοναδική γλυκύτης της αφηγήσεώς του, και η χάρις του η ειδυλλιακή, και ο ήρεμος και ο απαλός τόνος, υποδεικνύουν σαφώς ότι ήκουσε την ιστορίαν της γεννήσεως από το στόμα αυτής της Μαρίας. Και πράγματι είνε δύσκολον να φαντασθώμεν ότι ηδύνατο να προέλθη η αφήγησις από άλλην τινά πηγήν, αφού αι μητέρες είνε οι φυσικοί ιστορικοί των πρώτων ετών των τέκνων των. Εξ άλλου, εις το ύφος του Ευαγγελιστού ευρίσκομεν, όπως λέγει και ο Λανζ, «όλο εκείνο το χρώμα της απερίττου αφηγήσεως μιας γυναικός και της αντιλήψεως μιας γυναικός». Διά τον τανύοντα τα πτέρυγας της φαντασίας του, και το πλέον άσημον γεγονός και το ελάχιστον, επεισόδιον πνίγονται εις τον χείμαρρον της περιγραφής· διά την Μαρίαν όμως τα μικρά αυτά επεισόδια εφαίνοντο κοινά και τετριμμένα και ανάξια λόγου. Επομένως και ο Λουκάς, αντιγράφων πιστώς τους λόγους της Παρθένου, δεν, προσέθεσε κάτι τι παραπάνω από ό,τι ήκουσεν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'.
Η εισαγωγή εις το ιερόν

Τέσσαρα περιστατικά της νηπιακής ηλικίας του Ιησού. – Η τάξις των γεγονότων. – Η Περιτομή. – Το όνομα Ιησούς. – Η εισαγωγή εις το ιερόν. – Ο Συμεών. – Η Άννα.

Τέσσαρα μόνον περιστατικά της νηπιακής ηλικίας του Χριστού αφηγούνται τα Ευαγγέλια, – την Περιτομήν, την εισαγωγήν εις το ιερόν, την επίσκεψιν των Μάγων και την φυγήν εις την Αίγυπτον. Εκ τούτων τα δύο πρώτα εξιστορεί μόνον ο Λουκάς, τα δε άλλα δύο ο Ματθαίος. Εν τούτοις ουδεμία υπάρχει λεπτομέρεια εις την οποίαν ν' αντιφάσκουν αι δύο αφηγήσεις. Αν επί άλλων ζητημάτων έχομεν βασίμους λόγους να παραδεχόμεθα την αξιοπιστίαν των Ευαγγελιστών και τας μαρτυρίας των ως ειλικρινείς και αδιαμφισβητήτους, έχομεν όμως πάντα λόγον να πιστεύωμεν ότι εις οιασδήποτε αφορμάς και αν οφείλεται το αποσπασματικόν, το μη συνεχές δήλα δή των αφηγήσεών των, αι αφηγήσεις όμως αύται δύνανται κάλλιστα να θεωρηθούν ως συμπληρούσαι αλλήλας. Ο αμερόληπτος και ειλικρινής κριτής δεν δύναται να υποστηρίξη ότι υπάρχουν εις τα Ευαγγέλια ασυμβίβαστοι αντιφάσεις, ούτε όμως ημπορεί να παραδεχθή ότι παρατηρείται εις αυτά τελεία αρμονία. Η ακριβής και λεπτομερής βιογραφική αφήγησις από των πρώτων ημερών του βίου ενός ανθρώπου ήτο πράγμα άγνωστον εις τους Ιουδαίους, και ασυμβίβαστον προς το ύφος των και την κράσιν των. Ανέκδοτα της νηπιακής ηλικίας, επεισόδια του παιδικού βίου, είνε σπάνιον φαινόμενον εις την αρχαίαν φιλολογίαν. Μόνον από του Χριστιανισμού και εντεύθεν η παιδική ηλικία περιεβλήθη την αίγλην μυθιστορήματος.

Η ακριβής τάξις των γεγονότων, τα οποία διεδραματίσθησαν προ της επανόδου εις Ναζαρέτ, μόνον κατά συμπερασμόν δύναται να υπολογισθή. Η Περιτομή εγένετο την ογδόην ημέραν από της γεννήσεως· ο Καθαρισμός τριάκοντα τρεις ημέρας μετά την Περιτομήν. Η Επίσκεψις των Μάγων ήτο «όταν ο Ιησούς εγεννήθη εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας», κατά τον Ματθαίον, και η Φυγή εις Αίγυπτον επηκολούθησεν αμέσως την αναχώρησιν εκείνων. Η υπόθεσις ότι η εξ Αιγύπτου επάνοδος εγένετο προ της Εισαγωγής εις το ιερόν, αν και ουχί απολύτως αδύνατος, φαίνεται λίαν απίθανος. Εκτός του ότι μία τοιαύτη αναβολή θ' απετέλει παράβασιν του λευιτικού νόμου, πρέπει να συμπεράνωμεν είτε ότι ο Καθαρισμός ανεβλήθη επί πολύν χρόνον, πράγμα το οποίον αντιφάσκει προς την διττήν διαβεβαίωσιν του Λουκά (2, 22, 39)» είτε ότι το χρονικόν διάστημα των τεσσαράκοντα ημερών ήρκεσεν αφ' ενός μεν διά το «εξ ανατολών» ταξείδιον των Μάγων, εξ άλλου δε διά την εις Αίγυπτον φυγήν και διά την εκείθεν επιστροφήν. Εκτός τούτου είνε λίαν απίθανος η εικασία ότι η οικογένεια του Ιωσήφ επανέκαμψεν εις Ιεροσόλυμα, – πόλιν μόνον έξ μίλια απέχουσαν της Βηθλεέμ, – ολίγας ημέρας ύστερον από ένα γεγονός τόσω τρομερόν όσον ήτον η Σφαγή των Νηπίων. Μολονότι ουδεμία υπόθεσις είνε απηλλαγμένη των αντιρρήσεων, αίτινες προκύπτουν κατ' ανάγκην εκ της αγνοίας των περιστατικών εις την οποίαν διατελούμεν, φαίνεται εν τούτοις βέβαιον, ότι η φυγή εις Αίγυπτον δεν έγινε προ της Υπαπαντής. Επί τεσσαράκοντα λοιπόν ημέρας η Ιερά Οικογένεια παρέμεινεν αφανής και ήσυχος εις την ταπεινήν πόλιν Δαυίδ, «την καλουμένην Βηθλεέμ», όπου τόσαι παραδόσεις ιερότητος πτερυγίζουν τώρα και όπου τόσαι σκηναί ενδιαφέρουσαι διεδραματίσθησαν.

Εις τα Απόκρυφα Ευαγγέλια δεν γίνεται μνεία της Περιτομής, και μόνον το Αραβικόν Ευαγγέλιον της Νηπιακής Ηλικίας περιέχει σχετικήν τινα νύξιν καταπληκτικώς αποτροπαίαν. Η περιτομή δεν ήτο γεγονός το οποίον ηδύνατο να ενδιαφέρη τους θέλοντας να παραχώσουν τας δογματικάς φαντασιοπληξίας των εις την ιεράν ταύτην ιστορίαν, και τοιούτοι φαντασιοκόποι ήσαν οι συγγραφείς των αποκρύφων, των οποίων τα έργα βρίθουν υπερβολών και ανακριβειών. Διά τους Χριστιανούς όμως έχει ιδιάζουσαν σημασίαν, – σημασίαν πάνδημον. Αποδεικνύει ότι ο Χριστός δεν ήλθε να καταστρέψη τον Νόμον, αλλά να τον εκτελέση. Έλαχεν εις αυτόν ο κλήρος «να πληρώση πάσαν δικαιοσύνην». Και υπέστη τον μαρτυρικόν θάνατον προς σωτηρίαν του ανθρωπίνου γένους, και εβασανίσθη χάριν ημών, και ηθέλησε να μας διδάξη την πνευματικήν περιτομήν, – την περιτομήν της καρδίας, – την περιτομήν πάσης αισθήσεως της σαρκός. Όπως η Ανατολή αντανακλά κατά την δύσιν του ηλίου τα χρώματα της Δύσεως, ούτω και η Βηθλεέμ είνε το προοίμιον του Γολγοθά, και του θείου Βρέφους μάλιστα το λίκνον βάφεται με μίαν ερυθράν ανταύγειαν από τον Σταυρόν του Σωτήρος. Κατά την ημέραν εκείνην ωσαύτως, – την ημέραν της Περιτομής, – ο Χριστός έλαβε δημοσία το όνομα Ιησούς, όπερ είχε προαναγγείλει ήδη ο αρχάγγελλος Γαβριήλ. Την εποχήν εκείνην ήτο όνομα κοινότατον μεταξύ των Ιουδαίων. Ήτο προσφιλές εις αυτούς διότι ήτο άλλοτε το όνομα του μεγάλου στρατηγού, όστις τους ωδήγησεν εις την νικηφόρον κατάληψιν της Γης της Επαγγελίας, και του Μεγάλου Αρχιερέως, όστις ηγήθη των εξορίστων των από Βαβυλώνος επαναστρεψάντων· από τούδε όμως, όχι μόνον διά τους Ιουδαίους, αλλά δι' όλον τον κόσμον, ήτο προωρισμένον ν' αποκτήση σημασίαν απείρως ιερωτέραν ως ονομασία παρ' ανθρώποις του Υιού του Θεού. Το εβραϊκόν «Μεσσίας» και το Ελληνικόν «Χριστός» ήσαν ονόματα αντιπροσωπεύοντα την θείαν αποστολήν του ως Κεχρισμένου Προφήτου, Ιερέως και Βασιλέως· αλλά το όνομα «Ιησούς» ήτο το όνομά του το προσωπικόν, όπερ έφερεν ως απλούς άνθρωπος, αλλ' αναμάρτητος αυτός μεταξύ των αμαρτωλών.

Την τεσσαρακοστήν ημέραν από της γεννήσεως – μέχρι συμπληρώσεως της οποίας δεν ηδύνατο να εξέλθη από την οικίαν, – η Παρθένος, φέρουσα εις τας αγκάλας της το βρέφος, παρουσιάσθη εις το εν Ιερουσαλήμ ιερόν χάριν του «καθαρισμού αυτής». «Και ούτω τότε, λέγει είς δυτικός άγιος, ήγαγον τον Κύριον του Ναού εις τον Ναόν του Κυρίου». Τα εθιζόμενα εις τοιαύτας περιστάσεις αναθήματα ήσαν είς αμνός ενός έτους, προσκομιζόμενος επί σκοπώ θυσίας, και είς νεοσσός περιστερών ή μία τρυγών, προσφερόμενα εις ένδειξιν μετανοίας· με την ωραίαν όμως εκείνην τρυφερότητα, ήτις τόσον ζωηρώς χαρακτηρίζει την μωσαϊκήν νομοθεσίαν, επετρέπετο εις όλους τους πτωχούς, τους μη δυναμένους να προσφέρουν τόσον πολυέξοδα αναθήματα, να φέρουν αντί όλων τούτων έν μόνον ζεύγος τρυγόνων ή δύο νεοσσούς περιστερών. Με το ταπεινόν τούτο ανάθημα η Μαρία παρουσιάσθη εις τον ιερέα. Ταυτοχρόνως ο Ιησούς, επειδή ήτο πρωτότοκος, παρέστη κατά τον νόμον του Μωυσέως προ του Θεού και απηλλάγη της νενομισμένης υπηρεσίας εν τω Ναώ, αντί της καταβολής πέντε σεκέλ, ήτοι 20 περίπου φράγκων. Διά τον καθαρισμόν και διά την παρουσίασιν δεν δίδονται εις ημάς πλειότεραι λεπτομέρειαι, αλλ' η επίσκεψις αύτη εις τον Ναόν απηθανατίσθη διά τινος κατανυκτικού επεισοδίου, – της αναγνωρίσεως του θείου τέκνου υπό του Συμεώνος και της Άννης.

Περί του Συμεώνος γνωρίζομεν απλώς ότι ήτο δίκαιος και ευλαβής ανήρ, πεπροικισμένος με το δώρον της προφητείας, και ότι «ην αυτώ κεχρηματισμένον υπό του Πνεύματος του Αγίου μη ιδείν θάνατον πριν ή ίδη τον Χριστόν Κυρίου». Ωθούμενος λοιπόν υπό ισχυράς ακαταγωνίστου εμπνεύσεως, εισήλθεν εις το ιερόν, και αναγνωρίσας το θείον τέκνον, «εδέξατο αυτό εις τας αγκάλας αυτού και ηυλόγησε τον Θεόν» και ανέτεινε τους βραχίονας και έψαλεν από βάθους καρδίας το θριαμβευτικόν εκείνο «Νυν απολύεις», όπερ καθηδύνει από δέκα οκτώ αιώνων τα χριστιανικά ώτα. Η προφητεία ότι το βρέφος θα ήτο «φως εις αποκάλυψιν εθνών», καθώς και όλη η περίεργος εκείνη σκηνή, επροξένησαν βεβαίως βαθείαν κατάπληξιν εις τους γονείς, από τους οποίους ο γέρων προφήτης δεν απέκρυψε τας ιδίας αυτών θλίψεις τας μελλούσας, προλέγων ιδίως εις την Παρθένον Μητέρα την αμείλικτον καταδίωξιν, ήτις ανέμενε το θείον Παιδίον και τους εθνικούς κινδύνους, οίτινες επεφυλάσσοντο διά το μέλλον.

 

Αι παραδόσεις ενησχολήθησαν πολύ με το όνομα του Συμεώνος. Εις το Αραβικόν Ευαγγέλιον της Νηπιακής Ηλικίας, ο γέρων αναγνωρίζει τον Ιησούν διότι τον βλέπει απαστράπτοντα ως στήλη φωτός εις τας αγκάλας της μητρός του. Ο Νικηφόρος μας λέγει, ότι η ανάγνωσις των γραφών του ενέβαλε την ιδέαν, ότι δεν θ' απέθνησκε προτού να ίδη τον Μεσσίαν. Πάσα απόπειρα προς απόδειξιν ότι άλλος Συμεών ήτο και ουχί αυτός, απέτυχεν. Αν ήτο Αρχιερεύς, όπως τον θέλει το Ευαγγέλιον του Ιακώβου, ο Λουκάς δεν θα μας τον παρίστα τόσον απλώς ως «άνθρωπον εν Ιερουσαλήμ, ω όνομα Συμεών». Η πληροφορία εν το Ευαγγελίω της Γεννήσεως της Μαρίας, ότι ήγεν ηλικίαν 113 ετών είνε εντελώς αυθαίρετος· τοιαύτη δε είνε και η εικασία ότι η σιωπή του Ταλμούδ εν σχέσει προς αυτόν οφείλεται εις τας Χριστιανικάς ροπάς του. Δεν ηδύνατο να είναι ο Ραββάν Συμεών, ο υιός του Ιλέλ και πατήρ του Γαμαλιήλ, όστις δεν θα ήτο τόσον γηραιός κατά την εποχήν εκείνην. Κατά πολύ ισχυρότερον λόγον δεν ήτο ούτε ο Συμεών ο Δίκαιος, όστις επιστεύετο ότι είχε προφητεύσει την καταστροφήν της Ιερουσαλήμ και ο οποίος ήτο ο τελευταίος επιζών εκ του μεγάλου Συνεδρίου. Το περίεργον είνε, ότι οι Ευαγγελισταί δεν λέγουν τίποτε περί αυτού, ενώ διά την Άνναν την προφήτιδα μας δίδονται λίαν ενδιαφέρουσαι λεπτομέρειαι, και μεταξύ άλλων, ότι ήτον εκ της φυλής του Ασήρ, – απόδειξις τρανωτάτη ότι αι φυλετικαί σχέσεις παρέμενον ακόμη ζωνταναί εις την μνήμην του λαού.

Купите 3 книги одновременно и выберите четвёртую в подарок!

Чтобы воспользоваться акцией, добавьте нужные книги в корзину. Сделать это можно на странице каждой книги, либо в общем списке:

  1. Нажмите на многоточие
    рядом с книгой
  2. Выберите пункт
    «Добавить в корзину»